Στον ρόλο του Θανάση Βέγγου, ο Κώστας Χρήστου.
Μου την έφερε μπαμπέσικα ο πατέρας μου. «Σιγά ρε γκρινιάρη, δεν είναι
τίποτα η διαχείριση πολυκατοικίας. Παιχνιδάκι». Αν έμαθα όμως κάτι από αυτή την θητεία, είναι πως το πρόβλημα
δεν είναι ποτέ το πόστο. Είναι πάντα οι άνθρωποι.
Σε κάθε περίπτωση, βεβαιώθηκα πως, αν έχεις
να κάνεις με περίεργους γείτονες, το να είσαι διαχειριστής είναι πιο μαύρο
πόστο και από 10 ώρες σερί μπιφτέκι στην πύλη του
στρατοπέδου.
Τι είσαι; Διαιτητής είσαι
Πολυκατοικία με τα όλα της. Παραδοσιακή στο
αρχιτεκτονικό της κομμάτι, με ένα μικρό κήπο και με αρκετούς ενοίκους όλων των
ηλικιών. Αντιλαμβάνομαι πως η ζωή σε μία πολυκατοικία δεν είναι εύκολη γιατί
όλοι δεν μπορούμε να ταιριάζουμε με όλους. Αλλά δεν περίμενα ποτέ να γίνεται
αυτός ο χαμός.
Έκανα το ποδαρικό με μία μικρή συνέλευση
για τον κηπουρό. Κάποιοι έλεγαν
πως το γκαζόν δεν είναι πράσινο όπως του
απέναντι (άκου εδώ), άλλοι πως παίρνει πολλά
και άλλοι δεν τον γούσταραν γιατί δεν έλεγε
«καλημέρα». Δεν ξέρω
πως διάολο τα καταφέραμε, αλλά η συζήτηση έφτασε με τον κύριο Νίκο του 5ου να
αποκαλεί γερμανοτσολιά τον κύριο Γιώργο του 1ου. Φτάσαμε στο σημείο να τους χωρίσουμε και έφαγα
και μία ξώφαλτση στο ύψος του αυτιού που δεν πήγαινε για μένα. Αυτό όμως όλο το
σκηνικούλι -για το οποίο λες «έλα μωρέ» έτυχε- ήταν η αρχή των κακών που ερχόντουσαν.
Αρχικά τα λεφτά
Κυνήγι
ρε. Πολύ
κυνήγι. Τον καταλαβαίνω τον κοσμάκη βέβαια γιατί σε αυτές τις ημέρες
κανείς δεν έχει λεφτά, αλλά τι φταίω και εγώ; Έβαλα χαρτί με ανακοίνωση στον
πίνακα. Με γράψανε. Έβαλα καινούργια γράφοντας «Επείγον». Τα ίδια. Στην τρίτη κάποιος έγραψε με στυλό «ΌΤΑΝ ΕΧΟΥΜΕ
ΘΑ ΔΩΣΟΥΜΕ». Μπλέξαμε.
Κάποιοι δεν μου άνοιγαν την πόρτα (ενώ
ήξερα πως ήταν μέσα) και
κάποιοι μου τα έδιναν με μισή καρδιά. Αποκορύφωμα, η γυναίκα του κύριου Νίκου
με την γνωστή της τσιρίδα εκτοξεύοντας λόχους από σάλια λέγοντας «ΕΜΕΙΣ ΝΕΑΡΕ ΕΙΜΑΣΤΕ
ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΙ. ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΝΑ ΜΑΣ ΤΡΕΧΟΥΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΤΣΕΠΕΣ». Πάλι καλά που φέτος δεν έβαλε κανείς
πετρέλαιο. Και να μου πετάνε και μπηχτές όπως αυτή η ξερακιανή η Μαίρη στο
2ο. «Που πάνε τα λεφτά μας; Το ασανσέρ ακόμα τρίζει». Και εγώ αν σε έβλεπα στο δρόμο θα έτριζα.
Τι τραβάω...
Ρε ‘σεις δεν είμαι σεκιούριτι
Ένα βράδυ χτυπάει το τηλέφωνο του σπιτιού.
Ο κύριος Γιώργος του 1ου επέμενε πως είδε κάτι «σκοτεινές φιγούρες» να περιφέρονται στον κήπο.
-Και τι να κάνω εγώ;
-Να πας να δεις. Διαχειριστής δεν είσαι;
-Διαχειριστής είμαι κύριε Γιώργο, δεν είμαι σεκιουριτάς.
-Αρμοδιότητά σου είναι και αυτή και εμείς τα κάναμε.
-Να πας να δεις. Διαχειριστής δεν είσαι;
-Διαχειριστής είμαι κύριε Γιώργο, δεν είμαι σεκιουριτάς.
-Αρμοδιότητά σου είναι και αυτή και εμείς τα κάναμε.
Ήθελα να του πω «Άντε μου στο
διάολο βραδιάτικο που έχεις βγει στη σύνταξη από τα 57 και δεν έχεις τι να
κάνεις», αλλά
είπα να κοιτάξω μην μας την πέσει κανένας. Βγήκα με τον φακό λες και έπαιζα στο
Dark και έψαξα στην είσοδο. Στο μπαλκόνι ο παππούς. «ΔΕΝ ΚΟΙΤΑΞΕΣ ΠΙΣΩ». Τον κοιτάω και χαμογελάω ψελίζοντας «που να σου
σταματήσει ο βηματοδότης παλιό-Μάμρα» και πήγα να κοιτάξω πίσω. Τίποτα. Μόνο κάτι γατιά που την είχαν
αράξει και με κοίταζαν με ύφος «Ποιος
μαλάκας άναψε τα φώτα;». Και κλέφτες δεν βρήκα και τον χρόνο μου
έχασα και πάτησα και έφαγα και μία γλίστρα στις σκάλες. Από εκείνο το βράδυ, η
κεντρική εξώπορτα κλειδώνει από τις 2 το μεσημέρι. Σιχτιρίζω πρώτα εγώ και μετά
τα παιδιά των ντελίβερι που πρέπει να περιμένουν για να κατεβούμε να τους
ξεκλειδώσουμε.
Ο ειρηνοποιός
Όλα τα διαμερίσματα έχουν εντάσεις. Όλα.
Πλακώνονται οι από πάνω μου για παράδειγμα, πέφτουν μπινελίκια και
αγριοφωνάρες. Έτσι είναι η πολυκατοικία, τι να κάνουμε τώρα. Και όταν μάλιστα
δεν γίνεται ο καβγάς στις 4 τα ξημερώματα δεν μπορείς και να επέμβεις. Πέσανε
όμως τηλέφωνα. «Πήγαινε πάνω να τους πεις να σταματήσουν». «Τι είναι εδώ; Ντισκοτέκ;». Τους έπιασα με το καλό. Ρε καλοί μου
άνθρωποι, δεν μπορώ να τους πω κάτι. Και λόγος δεν μου πέφτει και δεν είναι και
ώρα κοινής ησυχίας. Τελικά με ψήσανε. Πήγα
πάνω, χτύπησα κουδούνι, παρακάλεσα για ησυχία με βρίσανε και μένα και ηρέμησα.
Το πιο τέλειο βέβαια ήταν ένα σκηνικό που
συνέβη ΕΞΩ
από την πολυκατοικία. Όπου ο ένας ένοικος ξεπαρκάρωντας, έπεσε με την όπισθεν
πάνω στο αμάξι ενός άλλου. Χτύπησε ο συναγερμός, κατέβηκε ο άλλος κάτω και
πλακωθήκανε. Εκεί μάλλον έπεσε η ατάκα «Φωνάξτε τον διαχειριστή». Ε; Σάββατο αυτό. Με
ξύπνησαν, με βάλανε να πάρω τηλέφωνο αστυνομίες. «Ρε παιδιά τι δουλειά έχω εγώ
με αυτό;» να
τους λέω και να φωνάζουν: «Άκαρδε!», «Καλοπερασάκια!», «ΘΑ ΣΦΑΧΤΟΥΝ ΜΩΡΕ, ΘΑ ΣΦΑΧΤΟΥΝ!». Ο πατέρας μου να γελάει «Έτσι να σφαχτούν οι πούστηδες να ησυχάσουμε». Πήρα την αστυνομία, ήρθαν οι άνθρωποι με
κοίταζαν καλά-καλά.
-Εσείς μας πήρατε;
-Ναι είμαι ο διαχειριστής.
-Και τι σχέση έχει αυτό;
-ΕΛΑ ΜΟΥ ΝΤΕ ΑΥΤΟ ΑΝΑΡΩΤΙΕΜΑΙ ΚΑΙ ΕΓΩ.
-Ναι είμαι ο διαχειριστής.
-Και τι σχέση έχει αυτό;
-ΕΛΑ ΜΟΥ ΝΤΕ ΑΥΤΟ ΑΝΑΡΩΤΙΕΜΑΙ ΚΑΙ ΕΓΩ.
Με νιώθεις;
Γιατί τι είναι η διαχείριση; Μία αγγαρεία όπου έχεις να κάνεις με πολλούς
κακομαθημένους. Και επειδή όλα τα παραπάνω σκηνικά θα μπορούσαν να
είναι και διηγήματα του Ψαθά, δεν είναι και τόσο τρελό που το μεγαλύτερο
ποσοστό των ενοίκων στις πολυκατοικίες, αναθέτει την διαχείριση σε εταιρείες.
Και γενικά, αν είναι κάποιος που πρέπει να κάνει αυτή τη δουλειά, καλύτερα να
μην έχει ΚΑΜΙΑ
σχέση με την πολυκατοικία.
Καλύτερα σκοπέτο στην πύλη