Νικόλαος Ζαρκάδας Υποστράτηγος ε.α.
Το μήνα Μάιο ψηφίστηκε ο νόμος 4472/2017 (ΦΕΚ 74Α'), στον οποίον τα άρθρα 124 ως 127 (Κεφ. Β', Μέρος ΣΤ') είναι αφιερωμένα στα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της ΕΛΑΣ, του Πυροσβεστικού
και του Λιμενικού Σώματος και της Ελληνικής Ακτοφυλακής.
Συγκεκριμένα καθορίζονται οι κατηγορίες μισθολογικής κατάταξης (άρθρο 124), οι βασικοί μισθοί
(άρθρο 125), η μισθολογική
κατάταξη και εξέλιξη (άρθρο 126) και τα επιδόματα (άρθρο 127).
Με τις διατάξεις των προαναφερόμενων
άρθρων τα στελέχη ανάλογα με τη προέλευσή τους (ΑΣΕΙ,
ΑΣΣΥ, ΕΟΠ - ΟΠΥ - ΕΜΘ - ΕΠΥ, Ειδικοί Φρουροί - Συνοριοφύλακες της ΕΛΑΣ) κατατάσσονται σε τέσσερεις κατηγορίες και
στην συνέχεια σύμφωνα με τον κατεχόμενο βαθμό της στρατιωτικής ιεραρχίας σε
μισθολογικά κλιμάκια, τα οποία είναι διαφορετικά κατά κατηγορία με σαφή
προσδιορισμό του βασικού μισθού κάθε κλιμακίου. Αριθμητικά τα κλιμάκια των
κατηγοριών είναι της Α' 35, της Β' 28, της Γ' 22 και της Δ' 18 και καθορίζονται με βάση τα έτη υπηρεσίας.
Αυτό έχει ως συνέπεια αξιωματικοί του αυτού
βαθμού, των αυτών ετών υπηρεσίας και των αυτών καθηκόντων να μισθοδοτούνται με
διαφορετικό βασικό μισθό.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα στελέχη
των Ενόπλων Δυνάμεων και Σωμάτων Ασφαλείας
δεν περιγράφονται με τους βαθμούς της στρατιωτικής ιεραρχίας, αλλά με τα μισθολογικά
κλιμάκια των βασικών μισθών. Έχουμε τη γνώμη ότι αποτελεί τον προάγγελο και το
πρώτο βήμα στην προσπάθεια και επιδίωξη κατάργησης του ειδικού μισθολογίου των
στρατιωτικών. Μέχρι σήμερα, βάση καθορισμού του βασικού μισθού των στελεχών
ήταν πάντοτε ο κατεχόμενος βαθμός
και οι απαιτούμενες μισθολογικές μεταβολές επέρχονταν με τα χρόνια υπηρεσίας
αυτών, ήτοι με τη χορήγηση του χρονοεπιδόματος.
Η κατάργηση του επιδόματος χρόνου
υπηρεσίας και η ενσωμάτωσή του στο βασικό μισθό έχει ως συνέπεια τη δημιουργία
μεγάλου αριθμού μισθολογικών κλιμακίων σε κάθε βαθμό της στρατιωτικής ιεραρχίας.
Αντίθετα η επαναχορήγησή του, χωρίς ουδεμία οικονομική επιβάρυνση-μεταβολή,
περιορίζει τα κλιμάκια στον αριθμό των βαθμών από ανθυπολοχαγού ως στρατηγού, όπως ταιριάζει στην στρατιωτική
δεοντολογία και παραδοχή των Ενόπλων Δυνάμεων.
Το επίδομα
θέσης ευθύνης είναι αναγκαίο, όπως επεκταθεί η χορήγησή του, τουλάχιστον
στο βαθμό του λοχαγού, δεδομένου ότι υπάρχουν ανεξάρτητες υπομονάδες, λόχος ή
συγκροτήματα λόχων, που διοικούνται από αξιωματικούς βαθμού κατώτερου του
ταγματάρχη.
Επισημαίνεται ότι ο περιορισμός και
προσδιορισμός χορήγησης του επιδόματος παραμεθορίου
μόνο στους νομούς των ανατολικών συνόρων, ήτοι Έβρου και νήσων Αιγαίου, αποκλείει
τις συνοριακές μονάδες των βόρειων συνόρων της χώρας μας, που επανδρώνουν τα
φυλάκια της νομοθετημένης προκάλυψης και μάλιστα υπό δυσμενέστερες συνθήκες αποστολής
και διαβίωσης λόγω εδαφικής διαμόρφωσης και δυσμενών καιρικών συνθηκών.
Συνοψίζοντας τα παραπάνω καταλήγουμε
και προτείνουμε :
- Την αντικατάσταση των μισθολογικών κλιμακίων και την αναγραφή των
βαθμών της στρατιωτικής ιεραρχίας.
- Την χορήγηση επιδόματος
χρόνου υπηρεσίας, ως ποσοστού του βασικού μισθού στον κατεχόμενο βαθμό.
- Την αναλογική επέκταση του επιδόματος θέσης ευθύνης και στους
κατώτερους αξιωματικούς και ιδιαίτερα του λοχαγού.
- Την χορήγηση του επιδόματος παραμεθορίου και στους υπηρετούντες
στις μονάδες προκάλυψης των λοιπών
νομών της χώρας.
- Τον συνυπολογισμό του βασικού επιδόματος ιδιαίτερων συνθηκών και
χρόνου υπηρεσίας, μετά την επαναχορήγηση, στις συντάξιμες αποδοχές των
στελεχών.
Με την υιοθέτηση των παραπάνω
προτάσεων χωρίς καμιά πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση, ένα πραγματικά νέο Ειδικό Μισθολόγιο Στρατιωτικών, το οποίο
διατηρεί την στρατιωτική παράδοση και δεοντολογία και ανταποκρίνεται στην
εθνική αποστολή των στελεχών των Ενόπλων
Δυνάμεων και Σωμάτων Ασφαλείας, στην ισότητα και ενιαία αντιμετώπιση
αυτών και στην αναγώριση της εξαιρετικής και μοναδικής σημασίας της θέσης και
ευθύνης των μονάδων προκάλυψης.
Το Ειδικό
Μισθολόγιο των Στρατιωτικών είναι υποχρέωση της πολιτείας και συνταγματική
επιταγή, που απορρέει έμμεσα από τις διατάξεις των άρθρων 45, 23 παρ.2 και 29 παρ.3 του Συντάγματος και τις ιδιαίτερες συνθήκες
άσκησης και επικινδυνότητας του λειτουργήματός τους (ΣτΕ 2192/2014).