ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

Δευτέρα 2 Οκτωβρίου 2017

ΜΙΑΝΜΑΡ : ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΤΗΣ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑΣ ΤΩΝ ΡΟΧΙΝΓΚΙΑ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ



Του Ευάγγελου Γριβάκου, Αντιστρατήγου ε.α-Νομικού
     Η Μιανμάρ ( Myanmar), η οποία πριν το 1989 ονομάζονταν Βιρμανία ή Μπούρμα, είναι μια μεγάλη χώρα της νοτιοανατολικής Ασίας με πληθυσμό 51,5 εκατομμυρίων που συνορεύει δυτικά με το Μπαγκλαντές (πρώην ανατολικό Πακιστάν) και βορειοδυτικά με την Ινδία, ενώ προς Νότο βρέχεται από την Θάλασσα του Ανταμπάν, εντός του κόλπου της Βεγγάλης.
    Μετά τους αγγλο-βιρμανικούς πολέμους (1824-1826, 1852, 1885), η αυτοκρατορία της  Βιρμανίας ηττήθηκε από τους Βρετανούς και προσαρτήθηκε στην αυτοκρατορία των Ινδιών. Στις αρχές  1948, ως αποτέλεσμα δύο επαναστατικών κινημάτων,  απέκτησε  την ανεξαρτησία της από τους Βρετανούς  και έλαβε την ονομασία «Ένωση της Βιρμανίας»,
    Κατά τον Β΄ΠΠ η Μιανμάρ τέθηκε υπό ιαπωνική κατοχή, το 1944-45   απελευθερώθηκε από τους Συμμάχους και κηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος το 1948. Τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας της σημαδεύτηκαν από εμφύλιες διαμάχες που οδήγησαν, το 1962, σε στρατιωτικό πραξικόπημα. Το 1974, με το νέο Σύνταγμα, καθιερώθηκε η «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μιανμάρ» και στις εκλογές που ακολούθησαν ανεδείχθη νικητής ο Στρατηγός Νε Βιν που ουσιαστικά κυβέρνησε μέχρι το 1988 αλλά το ίδιο έτος εκδηλώθηκε και πάλι πραξικόπημα το οποίο επέβαλε σκληρότερο στρατιωτικό καθεστώς με το λεγόμενο «Συμβούλιο για την Αποκατάσταση του Νόμου και της Τάξης - SLORC». Το «Συμβούλιο» παρέμεινε  στην εξουσία μέχρι το 1991, με την Χώρα να καταγγέλλεται επανειλημμένα για παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και διώξεις αντιφρονούντων από την Διεθνή Αμνηστία και τον ΟΗΕ. Από το 1992  το στρατιωτικό καθεστώτος συνέχισε ο Στρατηγός Τον Σεν, επικεφαλής του « Κρατικού Συμβουλίου Ειρήνης και Ανάπτυξης» μέχρι το 2010, οπότε έγιναν οι πρώτες ελεύθερες κοινοβουλευτικές εκλογές που ανέδειξαν πρώτο κόμμα την «Ένωση Αλληλεγγύης και Ανάπτυξης», με αρχηγό τον Θάιν Σάιν, που διορίστηκε από το Κοινοβούλιο ως Πρόεδρος της Χώρας, ο πρώτος μη στρατιωτικός σε αυτό το αξίωμα μετά από 20 χρόνια.   Στις εκλογές 2012 ανεδείχθη για πρώτη φορά βουλευτής μια αξιόλογη γυναίκα, η  Αουγκ Σαν Σου Κι, η οποία το 1991 είχε τιμηθεί με το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης. Η  Σου Κι, στις επόμενες εκλογές του 2015 ηγήθηκε του κόμματος  « Εθνικός Σύνδεσμος για την Δημοκρατία» που ήλθε  πρώτο με το 70% των ψήφων, με αποτέλεσμα, να αναδειχθεί ηγέτης της Χώρας της από τέλη Μαρτίου 2016 μέχρι σήμερα.
    Στα δυτικά σύνορα της Μιανμάρ, εκτείνεται η Πολιτεία («state», την αποκαλεί ο ΟΗΕ) Ρακίν (Rakhine), πρώην Αρακάν, όπου κατοικεί  η μουσουλμανική μειονότητα των Ροχίνγκια (Rohiνgya), πληθυσμού μεγαλύτερου του ενός εκατομμυρίου. Η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της Μιανμάρ είναι στο  θρήσκευμα βουδιστές, υπάρχει, όμως, και ένα ποσοστό περίπου 5%  μουσουλμάνων. Οι Αρχές της Μιανμάρ υποστηρίζουν ότι το Ισλάμ εισήλθε στην Χώρα με την βρετανική κατοχή το 1824, σε αντίθεση με τους ηγέτες των Ροχίνγκια οι οποίοι, υποστηρίζουν ότι διαδόθηκε από Άραβες εμπόρους τον 1ο αιώνα μετά το «Έτος Εγίρα ή Χίτζρα» των μουσουλμάνων, που αντιστοιχεί «στο χριστιανικό» 622 μΧ.
   Ήδη από την εποχή της αποικιοκρατίας οι θρησκευτικοί  φανατισμοί  μεταξύ βουδιστών και μουσουλμάνων συχνά οδηγούσαν σε βίαιες μεταξύ τους συγκρούσεις, όπως το 1938 και 1942, όταν χιλιάδες μουσουλμάνοι θανατώθηκαν και οι περιοχές τους υπέστησαν σοβαρές καταστροφές. Μετά την ανεξαρτησία, τα στρατιωτικά καθεστώτα που ακολούθησαν προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα νέο είδος εθνικής ταυτότητας και συνείδησης για τους κατοίκους της (τότε) Βιρμανίας, βάσει  φυλετικών και θρησκευτικών «κριτηρίων», με αποτέλεσμα η στοχοποίηση  των Ροχίγκια να εισέλθει σε νέα φάση. Ουσιαστικά από το 1974 και νομικά από το 1982 οι Ροχίγκια στερούνται της ιδιότητας του πολίτη, θεωρούνται «ξένοι» από το κράτος ως παράτυποι μετανάστες από το Μπαγκλαντές και τους απαγορεύεται να μένουν στην Μιανμάρ, «εκτός αν προσκομίσουν απτές αποδείξεις ότι οι πρόγονοί τους ζούσαν εκεί και πριν την ανεξαρτησία τους». Οι κοινότητές τους είναι περιθωριοποιημένες και στερούνται βασικών προσβάσεων στην Παιδεία, την Υγεία και την αγορά εργασίας. Το 1978 ο στρατός έδιωξε μισό εκατομμύριο μουσουλμάνους κάτω από πολύ άσχημες συνθήκες. Σύμφωνα με στατιστικές του ΟΗΕ, η καταδίωξη αυτή στοίχισε την ζωή  περίπου 40.000 ατόμων.  Και το 1991, επίσης, όταν η αντίθετη του στρατιωτικού καθεστώτος παράταξη  έχασε τις εκλογές, οι μουσουλμάνοι που είχαν υποστηρίξει τους εκπροσώπους της, πλήρωσαν ακριβό τίμημα με την εκ νέου εκδίωξη άλλου μισού εκατομμυρίου ατόμων. Το 2012 νέα κλιμάκωση της βίας οδήγησε σε χιλιάδες δολοφονίες και 100.000 Ροντίγια εκτοπισμένους στις γειτονικές χώρες, Μπαγκλαντές, Ινδία, Ταϊλάνδη, Μαλαισία.
    Όμως οι Ροχίνγκια έχουν οργανώσει την δική τους αντίσταση.  Την 25η Οκτ. 2016, Μουσουλμάνοι αντάρτες του «Απελευθερωτικού Στρατού Αρακάν  των Ροντίγια - (ΑRSΑ)», μια οργάνωση η οποία μέχρι πρότινος ήταν γνωστή ως «Χαρακά αλ Γιακίν», επιτέθηκαν σε αστυνομικά φυλάκια στην Ρακίν και φόνευσαν αστυνομικούς. Σε αντίποινα,  στρατιωτικές δυνάμεις της Μιανμάρ  επιτέθηκαν κατά του αμάχου πληθυσμού της Ρακίν  και, σύμφωνα με επίσημες ανακοινώσεις της Διεθνούς Αμνηστίας (ΔΑ), προέβησαν «σε ευρείας κλίμακας πράξεις βίας, όπως παράνομες αυθαίρετες συλλήψεις και δολοφονίες, δηώσεις και βιασμούς.  Περισσότερα από 1.200 κτίρια καταστράφηκαν ή κάηκαν, συμπεριλαμβανομένων σχολείων και τζαμιών». Τελειώνοντας η Ανακοίνωση της ΔΑ διαπιστώνει ότι «εξαιτίας των εν λόγω συγκρούσεων, περίπου 87.000 καταγεγραμμένοι Ροχίνγκια κατέφυγαν στο Μπαγκλαντές κατά το χρονικό διάστημα από τον Αύγουστο 2016 μέχρι τον Μάρτιο 2017» και  εκτιμά ότι «η  μορφή και η έκταση των βιαιοτήτων είναι τέτοιου βαθμού ώστε κάλλιστα  να μπορούν να θεωρηθούν ως εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας». Επί πλέον, ο διευθυντής της Ύπατης Αρμοστείας για τους Πρόσφυγες, μιλώντας στο ΒΒC, δήλωσε ότι οι πράξεις αυτές ισοδυναμούν με «εθνοκάθαρση», αλλά η Σου Κι τήρησε στάση επιφυλακτική χαρακτηρίζοντας τέτοιας μορφής κατηγορίες ως «ψευδείς και κακοήθεις  κατηγορίες παραπληροφόρησης που εξυπηρετουν τα συμφέροντα των ανταρτών». Πάντως η κυβέρνηση της Μιανμάρ δεν θεωρεί τους Ροχίνγκια ως κομμάτι του έθνους τους αλλά  ως «σύμβολα μουσουλμανικής εισβολής από το Μπαγκλαντές». Μάλιστα τους έχει δώσει την εμπαικτική ονομασία «μουσουλμάνοι Μπεγκάλι» που χρησιμοποιείται σε ολόκληρη την ινδική χερσόνησο για να δηλώσει εθνοτικά υποδεέστερες κοινωνικές ομάδες και μειονότητες, με σκοπό την νομιμοποίηση των γενοκτονιών ((όπως, για παράδειγμα, συνέβη στο παρελθόν με τις συγκρούσεις για την απελευθέρωση του Μπαγκλαντές και την σφαγή των Νελί στο Ασάμ της Ινδίας).
    Η κατάσταση επιδεινώθηκε έτι περισσότερο – και συνεχίζεται επιδεινούμενη μέχρι σήμερα- όταν, περί τα τέλη του παρελθόντος Αυγούστου (2017), μέλη του ARSA επανέλαβαν τις επιθέσεις τους, σφοδρότερες και πλέον συντονισμένες αυτή την φορά, εναντίον 30 αστυνομικών φυλακίων και μιας στρατιωτικής βάσης στην Ρακίν, όπου τουλάχιστον 60 αντάρτες και 12 αστυνομικοί αρχικά σκοτώθηκαν. Τα αντίποινα ήταν υπερβολικά δυσανάλογα. Ο στρατός ,οι δυνάμεις ασφαλείας και οι παραστρατιωτικές ομάδες – όλοι τους ανεξέλεγκτοι κυριολεκτικά από την κυβέρνηση -  θεώρησαν ολόκληρο  τον λαό των Ροχίνγκια ως «εχθρό» και άρχισαν να σκοτώνουν αδιάκριτα, καταστρέφοντας χωριά ολόκληρα, Τα κύματα προσφύγων πολλαπλασιάστηκαν. Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, τις πρώτες τρεις εβδομάδες της τελευταίας αυτής κρίσης, 150.000 Ροχίνγκια, καθημαγμένοι από τις κακουχίες και τις συνεχείς διώξεις, κατέφυγαν στο Μπαγκλαντές για προστασία και ασφάλεια, ενώ, μαζί με αυτούς, άλλες 27.ΟΟΟ από διαφορετικές –καταδιωκόμενες και αυτές-  μειονότητες της Μιανμάρ έπραξαν το ίδιο. Και, ασφαλώς, σε αυτούς θα πρέπει να προστεθούν και οι δεκάδες χιλιάδες άλλων που έχουν καταφύγει στις ορεινές περιοχές της Ρακίν με ετοιμότητα να διέλθουν τα σύνορα στην πρώτη ευκαιρία, αν, φυσικά, μπορέσουν να αποφύγουν τα ναρκοπέδια και λοιπά κωλύματα που έχουν απλώσει οι δυνάμεις της Μιανμάρ  κατά μήκος της παραμεθορίου. Την 7η Σεπτεμβρίου, ο επικεφαλής του στρατού της Μιανμάρ, σε συνέντευξη Τύπου, απέφυγε, όπως ήταν φυσικό, να κάνει κρίσεις για γενοκτονία, εθνοκάθαρση κλπ και   απέδωσε την κρίση στην ανάγκη « να ολοκληρωθούν ανοικτά ζητήματα αναγόμενα στην εποχή του Β΄ΠΠ». Πάντως είναι ιστορικά αληθές ότι οι Βρετανοί, κατά την διάρκεια του πολέμου είχαν υποσχεθεί ανεξαρτησία στους Ροχίνγκια, πλην, όμως, αργότερα ανακάλεσαν την υπόσχεσή τους. Σήμερα το Ηνωμένο Βασίλειο κατηγορείται από την Διεθνή Κοινότητα ότι την τελευταία τριετία πουλάει όπλα στην κυβέρνηση της Μιανμάρ για χρησιμοποίηση κατά των «ανταρτών.
    Ζοφερά  ανάγλυφη είναι η  κατάσταση όπως την περιέγραψε σε πρόσφατη Επιστολή του προς το Συμβούλιο Ασφαλείας ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών Αντόνιο Γκουτέρες, ο οποίος τόνισε ότι : «Χιλιάδες άνθρωποι έχουν διαφύγει στο Μπαγκλαντές και έχουν ανάγκη ανθρωπιστικής βοήθειας και χιλιάδες μουσουλμάνου Ροχίνγκια βρίσκονται εγκλωβισμένοι στην παραμεθόρια περιοχή, ενώ εκατοντάδες έχασαν την ζωή τους στην προσπάθειά τους να διαφύγουν από τις επιθέσεις. Η παρούσα τρομακτική κατάσταση, που αποτελεί  το τρίτο μεγάλο κύμα βίας στην περιοχή την τελευταία πενταετία, κινδυνεύει να μετατραπεί σε ανθρωπιστική κρίση και να θέσει σε κίνδυνο την ειρήνη και την ασφάλεια πέραν των συνόρων της Μιανμάρ[…. ] τα περισσότερα από τα περιστατικά της παράτυπης βίας που ασκήθηκαν από τις δυνάμεις ασφαλείας της Μιανμάρ επηρέασαν πολύ περισσότερο τις γυναίκες, τα παιδιά και τους ηλικιωμένους που αποτελούν το 85% των φυγάδων». Περαίνοντας ο Γ, Γραμματέας κατέστησε υπεύθυνη την κυβέρνηση της Μιανμάρ για την αποκατάσταση της ηρεμίας και ασφάλειας στην περιοχή και προέτρεψε την Διεθνή Κοινότητα να ενδιαφερθεί για τον τερματισμό του φαύλου κύκλου βίας και θανάτου στην Ρακίν, καθώς και την αποτροπή μιας περαιτέρω ανθρωπιστικής κρίσης στην περιοχή.     
    Αποφώνιση. Ανεξάρτητα αν oι Ροχίγκια αποτελούν ή όχι εθνοτική ή άλλης μορφής κοινωνική ομάδα, τα εις βάρος τους αποτροπιαστικά εγκλήματα πολέμου φέρουν έντονα τα χαρακτηριστικά της  γενοκτονίας και ως τοιαύτα θα πρέπει να κριθούν από τα Διεθνή Ποινικά Δικαστήρια, αν ποτέ η υπόθεση φθάσει προς εκδίκαση μέχρι αυτά. Η κυβέρνηση της Μιανμάρ ουδέν μέτρο έχει λάβει προς εξάλειψη της κρίσεως, πλην της δήλωσης της Σου Κι, η  οποία, λύνοντας την από ενάρξεως των εχθροπραξιών σιωπή της, δήλωσε σε τηλεοπτικό διάγγελμά της ότι « καταδικάζει τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μουσουλμάνων στην Ραχίν και σχεδιάζει την επιστροφή 400.000 προσφύγων από το Μπαγκλαντές, μετά από την εξακρίβωση της ταυτότητάς τους, βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων». Από την άλλη πλευρά, όμως, φέρει προσκόμματα στην διεθνή  επισιτιστική βοήθεια να φθάσει μέχρι τον άμαχο πληθυσμό της Ρακίν. Αλλά και η Διεθνής Κοινότητα αρνείται ή δεν θέλει να δράσει, παρά τις καταγγελίες του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ότι οι δυνάμεις της Μιανμάρ αγνοούν τις κατά καιρούς καταδίκες της βίας σε ολόκληρο τον πλανήτη και τις απαιτήσεις του για επιβολή σκληρών μέτρων τα οποία οι στρατηγοί της Μιανμάρ δεν θα μπορέσουν να αποφύγουν. Εν τω μεταξύ, όμως οι σφαγές και οι βιασμοί, καλά κρατούν. Ολόκληρη η Ανθρωπότητα αναμένει να ξεπεραστεί όσον το δυνατόν ανώδυνα και αυτή η κρίση, ευχόμενη  να είναι η τελευταία.