Ἀφιέρωμα τὴν πρωτοχρονιὰ τοῦ 1878,στὴ μετέπειτα γυναῖκα του Μαρία.
Λίγο μελάνι καὶ χαρτὶ καὶ
λίγοι πάλι στίχοι
εἶναι τὸ μόνο δῶρο μου ὁποὺ θὰ
σοῦ χαρίσω...
Καλὰ ποὺ μοῦ ῾δωσε κι αὐτοὺς ἡ
ἀκριβή μου τύχη,
γιατὶ ἀλλιῶς δὲ θά ῾ξερα πῶς
νὰ σὲ χαιρετήσω.
Ὡς τώρα ἄλλο τίποτα ἀπ᾿ τὸ
δικό μου χέρι,
παρὰ πολλοὺς νερόβραστους καὶ
κρύους στίχους εἶδες.
Ἀλλὰ κι οἱ στίχοι ποῦ καὶ ποῦ,
καμμιὰ φορά, ποιὸς ξέρει,
ἂν ἔχουν δῶρα ζηλευτὰ καὶ
ζωντανὲς ἐλπίδες.
Οἱ εὐτυχίες πού ῾ψαλλα τόσες
φορὲς γιὰ σένα
ἂν ἔξαφνα φτερούγιζαν μὲ τὴν
αὐγὴ μπροστά σου,
θὰ ἔβλεπες τί εἴχανε οἱ
στίχοι μου κρυμένα
κι ἄλλη χαρὰ δὲ θά ῾θελε στὸ
κόσμο ἡ καρδιά σου.