Το
έξυπνο πουλί πιάνεται από τα τέσσερα. (Αρκαδία)
Το καλό
πράγμα αργεί να γίνει.
Το καλό
το αρνί, από δυο μάνες γεννιέται.
Το καλό
το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι.
Το καλό
το σύκο το τρώει η κουρούνα.
Το
λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν.
Το λίγο
σκατό μαγαρίζει το πολύ φαί.
Το
μαγκούφι το κρασί, την καρδούλα μου τη σείει. (Αρκαδία)
Το
Μάρτη ξύλα φύλαε μεν κάψεις τα απλούτζια.
Το
Μάρτη ξύλα φύλαγε μην κάψεις τα παλούκια.
Το
μασταπά τον έσπασες, κρασί τι μου γυρεύεις;
Το
μεγάλο το καράβι θέλει και βαθιά νερά.
Το
μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό.
Το μεν
πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής.
Το μήλο
κάτω απ' την μηλιά θα πέσει.
Το
μοναστήρι να 'ν' καλά (κι από καλογέρους βρίσκεις).
Το
μουνί και το χταπόδι, με το χτύπημα απλώνει.
Το
μουνί και το πριόνι, όποιος δεν τα ξέρει ιδρώνει.
Το
μουνί σέρνει καράβι. Σαν δεις καράβι στο βουνό, μουνί θα το 'χει σύρει.
Το
μυαλό το σπείρανε κι όσοι προλάβαν πήρανε.
Το 'να
χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο το πρόσωπο.
Το 'να
χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο μουντζώνουνε.
Το
Νοέμβρη και Δεκέμβρη φύτευε καταβολάδες.
Το
πάθημα να σου γίνει μάθημα.
Το
πάθος (γίνεται)
μάθος.
Το σκυλί,
όπου τρώει, εκεί και γαβγίζει.
Το
στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει. (Αρκαδία)
Τον
ακάλεστο στο γάμο, από κάτω από τον πάγκο.
Τον
αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς.
Τον
γάιδαρο, όσο και να τον στολίσεις, άλογο δεν γίνεται.
Τον
καβαλλάρη μην τον λυπάσαι που κρέμονται τα ποδάρια του.
Τον
κώλο βάζεις μάγειρα, σκατά σου μαγειρεύει.
Τον
στραβό τον λέλεκα ο Θεός τον κάνει φωλιά.
Τον
σκύλο αν τον στείλεις με το ζόρι στα πρόβατα στο λύκο θα τα τα ταϊσει.
Τον
σκύλο κάνε σύντεχνο και το ραβδί σου βάστα.
Τον
Τούρκο φίλευε και τη γυναίκα σου φύλαγε.
Τον
Τούρκο φίλεψέ τον, τον κώλο σου φύλαξέ τον.
Τον
τσίμπησε η μύγα τσε-τσε. (Είναι συγχισμένος/τσαντισμένος)
Τον
φτωχό και τον χωριάτη, ξένη έγνοια τους γερνάει.
Το δικό
μου το καρφί το βλέπεις, το δικό σου το παλούκι δεν το βλέπεις;
Το
καινούργιο σπίτι, τον πρώτο χρόνο τ' οχτρού σου, τον δεύτερο του δικού σου
και τον τρίτο του λόγου σου. (Κεφαλονίτικη)
|
Το καλό
αρνί δυο μάνες βυζαίνει. (Βυζαντινή
παροιμία)
Το μη
χείρον βέλτιστον.
Το
μουρλό και τον φτωχό ξένες έννοιες τον τρώνε.
Το
ντέφι κι' η Αποκριά είναι του πούστη η χαρά.
Το ξένο
είναι πιο γλυκό.
Το
ξέρει ο Αχμέτ, ο Μεχμέτ, και ο κόσμος όλος.
Το ξύλο
βγηκε από τον παράδεισο.
Το
παιδί σου πάντρεψες; Γείτονα το 'καμες. Κι όχι καλογείτονα, αλλά κακογείτονα.
Τὸ
πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον.
Το πολύ
το κυρ' ελέησον το βαριέται κι ο παπάς.
Το πολύ
το κυρ' ελέησον, το βαριέται κι ο Θεός.
Το
σίδερο, όσο είναι ζεστό το χτυπούν.
Το
σίδερο στη βράση κολλάει. Στη βράση κολλάει το σίδερο.
Το
σκοινί το μαλακό, τρώει την πέτρα την ξερή.
Το
στανιό και τη βία ο θεός τα 'δωσε.
Το
στόμα σου γάλα μυρίζει ακόμα.
Το
φτηνό είν' κι ακριβό.
Το
φτηνό το κρέας το τρών' οι σκύλοι.
Το
φτωχό και το χωριάτη, ξένοι πόνοι τον γερνάνε.
Το
χωριό καιγότανε κι η νύφη στολιζότανε.
Ο κόσμος καίγεται κι οι πουτάνες λούζονται.
Το ψάρι
βρωμάει απ΄ το κεφάλι.
Το ψέμα
είναι το αλάτι της αλήθειας.
Το ψέμα
έχει κοντά ποδάρια.
Το ψηλό
δέντρο το χτυπούν οι κεραυνοί.
Πετάνε πέτρες στα δένδρα που έχουν καρπούς
Τον
πλούτον πολλοί εμίσησαν, την δόξαν ουδείς.
Του
ακαμάτη το μεροκάματο είναι ακριβό.
Του
ακαμάτη το τσουκάλι ο Θεός το μαγειρεύει.
Του
Απρίλη η βροχή κάθε στάλα και φλουρί.
Του
Γενάρη το φεγγάρι ήλιος της ημέρας μοιάζει.
Του
Γενάρη το φεγγάρι παρά λίγο να 'ναι μέρα.
Του
έταξε λαγούς με πετραχήλια.
Του
κουτσοδόντη παξιμάδι του τυχαίνει.
Του
κώλου τα εννιάμερα.
Του
Μάρτη ο ήλιος βάφει και πέντε μήνες δεν ξεβάφει.
Του
παπά η κοιλιά είν' αμπάρι κι όπου πάει θε να πάρει.
Του τρυγητή,
του αμπελουργού, πάνε χαλάλι οι κόποι.
Του
φτωχού η κοιλία όταν γομούτε η ψωλίατ' σκούτε. (Ποντιακή)
Του
χοίρου το μαλλί δε γίνεται μετάξι.
Τραβάτε
με κι ας κλαίω.
Τρεις
λαλούν και δυο χορεύουν.
Τρεις
το λάδι, τρεις το ξύδι, έξι το λαδόξυδο.
Τρεις
το λάδι, τρεις το ξύδι, πέντε το λαδόξυδο.
Τρελός
παπάς τον βάφτισε.
Τρελός
ράφτης, μακριά κλωστή.
Τρεχάτε
ποδαράκια μου, να μη σας χέσει ο κώλος.
Τροχός
τ' ανθρώπινα.
Τρώγοντας
έρχεται η όρεξη.
Τσάμπα
ξύδι, γλυκό σα μέλι.
Των
φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν.
Τώρα
που βρήκαμε παπά άς θάψουμε πέντ' έξι.
Τώρα
που ζω, θέλω να γδω τα πιθυμάω κι ορίζω, κι άμα, σα φύγω να με κλαίς, χάρη δε
στο γνωρίζω.
Τώρα
στα γεράματα μάθε γέρο γράμματα!
|