Σ'
αγαπώ κυρά μ’ να κλαν’ς, μα όχ’ κι αν το παρακάν’ς. (Κοζανίτικη)
Σ'
άλογο ξένο αν ανεβείς, μεσοστρατίς πεζεύεις.
Σ' ένα
καζάνι βράζουμε όλοι.
Σ' έναν
δίνουν και δεν παίρνει, άλλον δέρνουν και δε φεύγει.
Σ' όλα
τα σπίτια ένας τρελλός, στο δικό μας όλοι.
Σα
θέλει η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα νά’χει ο πεθερός.
Σα
θέλει η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα νά’χει ο κόσμος όλος.
Σακάκι
πληρώνεις, σακάκι παίρνεις. Μανίκι πληρώνεις, μανίκι παίρνεις.
Σαν
αστράφτει και βροντά, δέσε την βάρκα του ψαρά.
Σαν
θέλει η μοίρα μυλωνάς γίνεται και
δεσπότης.
Σαν σ'
αρέσει η φάβα σπείρε και κάνα λαθούρι.
Σαν
σαμαρωθεί ο κουμπάρος, δέκα τύφλες να 'χει ο χάρος (Κυθναίικη)
Σαν τη
μύγα μες στο γάλα.
Σαρανταπέντε
Γιάννηδες ενός κοκόρου γνώση.
Σε
καλού κουμπάρου σπίτι, όποιος κάθεται δε φεύγει.
Σε ξένο
γάιδαρο καβάλα γρήγορα και κατέβα γρήγορα.
Σε ξένο
κώλο εκατό ξυλιές.
Σε ξένο
φαΐ αλάτι μη ρίχνεις.
Σε πήρα
για τριαντάφυλλο, κι εσύ βγήκες τσουκνίδα.
Σε
σκύλο κι αν εμπιστευτείς, σε Φράγκο μην πιστεύεις.
Σε
τσίμπησε η μύγα τσετσέ; (Είσαι
συγχισμένος/η, τσαντισμένος/η) Ποιά μύγα σε τσίμπησε;Τι μύγα σε τσίμπησε;
Σ'
όσους δε δίνει ο Θεός παιδί, δίνει ο διάολος ανίψια.
Στ'αρχίδια
μας!
Στ'αρχίδια
μας τα πράσινα!
Στ'αρχίδια
μας τα γαλανά!
Στα
στραβά πουλιά ο Θεός χτίζει φωλιά.
Σηκωθήκαν
τα ποδάρια να βαρέσουν το κεφάλι.
Σηκωθήκανε
τ'αγγούρια να γαμήσουν το μανάβη.
Σήμερα
κινήσαμε κι αύριο πόσες έχουμε.
Σιγά
μην στάξει η ουρά του γαϊδάρου.
Σκατά
μετά ριγάνεως.
Σκατό
κι'εν, η γιαγιά μ' έχεσεν. (Ποντιακή)
Σκόρδα
στα μάτια σου!
Σκύλο
που γαβγίζει μη φοβάσαι.
Σκύλος
που γαβγίζει δεν δαγκώνει.
Σκότωνε
τρελούς και πλήρωνε τζερεμέδες.
Σόι
πάει το βασίλειο.
Σου
χαρίζουν γάιδαρο και τον κοιτάς στα δόντια.
|
Καποιανού
του χαρίζαν γάιδαρο και τον κοίταγε στα δόντια.
Σπεύδε
βραδέως.
Σπίτι
που δεν το βλέπει ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός.
Σπίτι
χωρίς Γιάννη, προκοπή δεν κάνει.
Σπίτι
χωρίς γυναίκα, εκκλησιά χωρίς παπά.
Σπουδαία
τα λάχανα!
Στάλα
τη στάλα το νερό, τρυπάει και το βουνό.
Στείλε
στους γύφτους να βρεις προζύμι.
Στερνή
μου γνώση να σ΄ είχα πρώτα.
Στεφάνωσε
και μπλέτσωσε και βάφτισε και φεύγα.
Στη
βράση κολλάει το σίδερο.
Στην
γειτονιά τριαντάφυλλο και μεσ' το σπίτι αγκάθι. (Αρκαδία)
Στη
γυναίκα σου και στ' άλογό σου μην απολάς ποτέ τα γκέμια.
Στη
χώρα ο νόμος βασιλιάς και στο χωριό η συνήθεια.
Στην
αναβροχιά καλό είν' και το χαλάζι.
Στην
ξαδέρφη και στην θειά μπαίνει πάντα πιο βαθιά.
Στην
χώρα των τυφλών, ο μονόφθαλμος είναι βασιλιάς.
Στη
χώρα των τυφλών, βασιλεύει ο μονόφθαλμος.
Στους
τυφλούς, βασιλεύει ο μονόφθαλμος.
Στις
εννιά του μακαρίτη, άλλος μπήκε μες' στο σπίτι.
Στο
αγελαδοκούρεμα. (=στις
καλένδες)
Στο
καλάθι δε χωράει, στο κοφίνι περισσεύει.
Στο
σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλάνε για σκοινί.
Στο
σκισμένο το σακί, θέλεις βάλε, θέλεις μη.
Στο
τέλος ξυρίζουν το γαμπρό.
Στολίστει
η νύφη κι απόμεινε.
Στον
άγγελό του νερό δεν δίνει! Δεν δίνει του αγγέλου του νερό.
Στον
ακάλεστο το γάμο ή διωγμένος ή δαρμένος.
Στον
άρρωστο το γιατρικό, στον πονεμένο ο λόγος.
Στον
καταραμένο τόπο (το) Μάη μήνα βρέχει.
Στον
τρυγητή σιτάρι σπείρε και σε πανηγύρι σύρε.
Στου
διαόλου τη μάνα.
Στου
κασίδι το κεφάλι μαθαίνουν οι μπαρμπέρηδες
Στου
κουφού τη πόρτα όσο θέλεις βρόντα.
Στραβός
στραβό οδήγαγε κι ηύραν κι οι δυό το βράχο. (Αρκαδία)
Σ' τσου
είκοσι μυαλό, σ'τσου τριάντα βιο και σ' τσου σαράντα γυναίκα, ειδ' αλλιώς
είτε μυαλό είτε βιος είτε γυναίκα. (Κεφαλονίτικη)
Στα
είκοσι θα δουλέψεις, στα τριάντα θα κάμεις, στα σαράντα θα 'χεις. Δε
δούλεψες, δεν έκαμες, δεν έχεις.
Συν
Αθηνά και χείρα κίνει.
Συντροφικό
γουρούνι ποτέ του δεν παχαίνει.
Σφάλμα
γιατρού, πεννιά θεού.
Σφάξε
με Πασά μ' να αγιάσω.
Σφάξε
με, αγά μου, ν' αγιάσω.
Σφούγγισ'
τη μύτη σου γαμπρέ.
-Είναι απ' το χειμώνα.
Σ'ήξερα κι απ' το καλοκαίρι.
Σώπα συ
να κρίνω γω, σήκω συ να κάτσω γω.
Στο φαϊ
και στο γαμήσι ο Θεός δεν κάμει κρίση.
Σηκωσε
τ αυγο με τον κωλο!
|