Ο παπάς της ενορίας εξομολογεί έναν νεαρό.
Τον έχει βάλει να σκύψει όπως γίνεται η εξομολόγηση και τον ρωτάει:
«Πες μου τέκνον μου, τι αμαρτίες έχεις κάνει;»
«Να πάτερ, πριν μία βδομάδα πήγα στο σπίτι της αρραβωνιαστικιάς μου αλλά δεν ήταν εκεί. Ήταν όμως εκεί η μεγάλη της αδερφή. Ε, μόνος εγώ, μόνη αυτή στο σπίτι. Έγινε η «στραβή»…».
«Μα παιδάκι μου, με την αδερφή της; Αυτή είναι μεγάλη αμαρτία» του λέει ο παπάς.
«Και δεν είναι μόνο αυτό παπά μου» συνεχίζει ο σεξομανής «την άλλη μέρα πήγα πάλι σπίτι και ήταν εκεί η μικρή της αδερφή. Ε, μόνος εγώ, μόνη αυτή. Έγινε η «στραβή»…».
Ο παπάς φρύαξε:
«Πες μου τέκνον μου, τι αμαρτίες έχεις κάνει;»
«Να πάτερ, πριν μία βδομάδα πήγα στο σπίτι της αρραβωνιαστικιάς μου αλλά δεν ήταν εκεί. Ήταν όμως εκεί η μεγάλη της αδερφή. Ε, μόνος εγώ, μόνη αυτή στο σπίτι. Έγινε η «στραβή»…».
«Μα παιδάκι μου, με την αδερφή της; Αυτή είναι μεγάλη αμαρτία» του λέει ο παπάς.
«Και δεν είναι μόνο αυτό παπά μου» συνεχίζει ο σεξομανής «την άλλη μέρα πήγα πάλι σπίτι και ήταν εκεί η μικρή της αδερφή. Ε, μόνος εγώ, μόνη αυτή. Έγινε η «στραβή»…».
Ο παπάς φρύαξε:
«Μα είναι δυνατόν, τέκνον μου! Και με την άλλη
της αδερφή; Αυτή είναι μεγάλη αμαρτία».
«Και δεν σταματάει εκεί το κακό παπά μου» του λέει ο σεξομανής «την άλλη μέρα πήγα πάλι σπίτι και ήταν εκεί ο αδερφός της. Ε, μόνος εγώ, μόνος αυτός. Έγινε η «στραβή»…».
«Τι λες βρε αρματολέ!» ωρύεται ο παπάς…
Και συνεχίζει ο σεξομανής:
«Και δεν σταματάει εκεί το κακό παπά μου, την άλλη μέρα πήγα πάλι σπίτι και ήταν εκεί ο……..»
Αλλά δεν προλαβαίνει να τελειώσει τη φράση του και καταλαβαίνει ότι ο παπάς έχει φύγει. Σηκώνει το κεφάλι και τον βλέπει να τρέχει έξω από την εκκλησία.
«Πάτερ που πας;» του φωνάζει
και ο παπάς του απαντά:
«Μόνος εγώ, μόνος εσύ, ε, άσε μη γίνει καμιά «στραβή»!»
«Και δεν σταματάει εκεί το κακό παπά μου» του λέει ο σεξομανής «την άλλη μέρα πήγα πάλι σπίτι και ήταν εκεί ο αδερφός της. Ε, μόνος εγώ, μόνος αυτός. Έγινε η «στραβή»…».
«Τι λες βρε αρματολέ!» ωρύεται ο παπάς…
Και συνεχίζει ο σεξομανής:
«Και δεν σταματάει εκεί το κακό παπά μου, την άλλη μέρα πήγα πάλι σπίτι και ήταν εκεί ο……..»
Αλλά δεν προλαβαίνει να τελειώσει τη φράση του και καταλαβαίνει ότι ο παπάς έχει φύγει. Σηκώνει το κεφάλι και τον βλέπει να τρέχει έξω από την εκκλησία.
«Πάτερ που πας;» του φωνάζει
και ο παπάς του απαντά:
«Μόνος εγώ, μόνος εσύ, ε, άσε μη γίνει καμιά «στραβή»!»