«Όταν οι μαστόροι των ουρανών πέσανε να
φτιάσουνε τον κόσμο, πήρανε τη δημοπρασία στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων της γης.
Τόσα δισεκατομμύρια η δουλειά, λαδωθήκανε τα «κουμπιά» ανεβοκατεβήκανε τις σκάλες κάτι «ημέτεροι», φάγανε με την
ψυχάρα τους «παράγοντες»,
φωνάξανε μετά τη αργατιά, τους κόψανε απ’ το μεροκάματο κάνα τάλαρο «δια την αρτιωτέραν κατασκευήν
του έργου», ήρθανε και κάτι ΙΚΑτζήδες και τέτοιοι να μοιράσουνε
βιβλιάρια και κουπόνια, κλέψανε ό,τι κλέβεται, άσφαλτος, αμμοκονίαμα, γενικό
υλικό κι άρχισε η φτιάξη. «Γεννηθήτω το φως
εκ του ερέβους» να πούμε «και γη
εκ των υδάτων», πέσανε στο δρωτάρι οι κατασκευαστές και δίναν
αναφορά οι αργολάβοι «τόσα χιλιόμετρα
φτιάξαμε σήμερα, τόσα χαλάσαμε τόσα περισσέψανε», όλοι πολύ
ευχαριστημένοι και φτιάνανε σκέδια πώς θα φτιάξουνε τα κουνέλια, τις βρούβες
και το βόρειο σέλας οι καλλιτέγνες.
Αφού τελείωσε το έργο έλαχε κι’ έμεινε πίσω πολύ πέτρα και δίνει εντολή ο επί των οικονομικών αρμόδιος, σε μία λεγεώνα αγγέλων, που είχε ειδικότητα στα νταμάρια, ν’ αδειάσει την πέτρα όπου νάναι. Πράγματι οι άγγελοι οι νταμαρτζήδες, φορτώθηκαν τη πέτρα και ψάχνανε να βρούνε πού θα την παρκάρουν. Πάνω ‘κει φτάνουν στα Μεσόγεια κι’ είπαν να πιούνε καμμιά οκά από το καλό με μεζέ μπριζόλα και μελιτζανάκι τουρσί και τους τσάκωσε μια μουργέλα και λέει ένας από δαύτους.
Ρε πού να τρέχουμε τώρα. Δε πετάμε εδώ τη πέτρα και να πάμε για τούφες;
Έτσι κι’ έγινε, κι’ έπηξε η Ελλάδα στη πέτρα.
Λαχαίνει τώρα και ο άνθρωπος να μη μπορεί να φυτέψει πάνου στη πέτρα. «Τι θα φάμε και τι θα θερίσουμε». Πέφτει η πείνα και αρχίζουνε τα δάνεια. Να δάνειο εξωτερικό «αμάν δώσε μια δεκαρίτσα και θα σας λιβανίζουμε τον πατέρα», να δάνειο εσωτερικό «εγγραφήτε εις το λαχειοφόρον» και κοντά να και κάτι εφορίες, σαράντα σε κάθε γειτονιά, να σ’ αρπάζουνε και να σου λένε «έβαλες κουμπιά στο βρακί σου, τεκμήριο ευμαρείας, φέρε το βρακί και κράτα τα κουμπιά». Το οποίο τρώνε πενήντα και τηράνε οκτώ εκατομμύρια και λένε οι πενήντα στις γυναίκες τους «να πα να κουρευτείς αλά Τζάκυ είναι πολύ χαριτωμένο».
Αφού τελείωσε το έργο έλαχε κι’ έμεινε πίσω πολύ πέτρα και δίνει εντολή ο επί των οικονομικών αρμόδιος, σε μία λεγεώνα αγγέλων, που είχε ειδικότητα στα νταμάρια, ν’ αδειάσει την πέτρα όπου νάναι. Πράγματι οι άγγελοι οι νταμαρτζήδες, φορτώθηκαν τη πέτρα και ψάχνανε να βρούνε πού θα την παρκάρουν. Πάνω ‘κει φτάνουν στα Μεσόγεια κι’ είπαν να πιούνε καμμιά οκά από το καλό με μεζέ μπριζόλα και μελιτζανάκι τουρσί και τους τσάκωσε μια μουργέλα και λέει ένας από δαύτους.
Ρε πού να τρέχουμε τώρα. Δε πετάμε εδώ τη πέτρα και να πάμε για τούφες;
Έτσι κι’ έγινε, κι’ έπηξε η Ελλάδα στη πέτρα.
Λαχαίνει τώρα και ο άνθρωπος να μη μπορεί να φυτέψει πάνου στη πέτρα. «Τι θα φάμε και τι θα θερίσουμε». Πέφτει η πείνα και αρχίζουνε τα δάνεια. Να δάνειο εξωτερικό «αμάν δώσε μια δεκαρίτσα και θα σας λιβανίζουμε τον πατέρα», να δάνειο εσωτερικό «εγγραφήτε εις το λαχειοφόρον» και κοντά να και κάτι εφορίες, σαράντα σε κάθε γειτονιά, να σ’ αρπάζουνε και να σου λένε «έβαλες κουμπιά στο βρακί σου, τεκμήριο ευμαρείας, φέρε το βρακί και κράτα τα κουμπιά». Το οποίο τρώνε πενήντα και τηράνε οκτώ εκατομμύρια και λένε οι πενήντα στις γυναίκες τους «να πα να κουρευτείς αλά Τζάκυ είναι πολύ χαριτωμένο».
Αυτό το κείμενο κυρίες και κύριοι, δεν
τόγραψε κάποιος μεγάλος καλαμαράς χθες ή κάποιος σοβαρός αναλυτής της
κο(νο)μισιόν.
Αυτό το κείμενο γράφτηκε μεταξύ Αυγούστου του 1960 και Νοεμβρίου του 1961 και ανήκει σε μία σειρά κειμένων, που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ». Ποιος το έγραψε; Ίσως να το έχετε ψυλλιαστεί κιόλας. Το έγραψε λοιπόν ο ένας και μοναδικός μας Νίκος Τσιφόρος και ανήκει στη σειρά με γενικό τίτλο «Τα Παιδιά της Πιάτσας».
Ό,τι και να του προσθέσουμε, θα είναι ιεροσυλία και θα το χαλάσουμε. Διαβάστε το πολλές φορές μέχρι να το μάθετε απ’ έξω. Πού ξέρεις μπορεί κάτι να βγει και ν’ ανοίξουνε τα μάτια μας…
Αυτό το κείμενο γράφτηκε μεταξύ Αυγούστου του 1960 και Νοεμβρίου του 1961 και ανήκει σε μία σειρά κειμένων, που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ». Ποιος το έγραψε; Ίσως να το έχετε ψυλλιαστεί κιόλας. Το έγραψε λοιπόν ο ένας και μοναδικός μας Νίκος Τσιφόρος και ανήκει στη σειρά με γενικό τίτλο «Τα Παιδιά της Πιάτσας».
Ό,τι και να του προσθέσουμε, θα είναι ιεροσυλία και θα το χαλάσουμε. Διαβάστε το πολλές φορές μέχρι να το μάθετε απ’ έξω. Πού ξέρεις μπορεί κάτι να βγει και ν’ ανοίξουνε τα μάτια μας…