*Αμφικτύων
Φίλοι μου αγαπημένοι
μου έλλειψε η
ταβέρνα του Κλεομένη
στην ηλικία μου τι
άλλο να προσμένεις
ένα ποτηράκι το πολύ το
μεσημέρι
από τον γιατρό και την κυρά
όλα τα
νόστιμα και τα ποτά
κάθε κατάχρηση κομμένη
Οι Γερμανοί από
ζήλεια μας την
είχανε από καιρό
στημένη
«γιατί εσείς με λιγότερα
λεφτά
καλύτερα περνάτε από
εμάς ;»
με τα δικά μας τα λεφτά;
μου έλεγαν στο παρελθόν
Γερμανοί
μορφωμένοι
Αυτοί γελάνε μόνο όταν
είναι μεθυσμένοι
άρα κάτι ήξεραν από
οικονομικά
τα κόμματα –συμμορίες της
αριστεροδεξιάς
σε μας την πισινή την είχανε
κρυμμένη
εμείς πρώτοι στο γλέντι
και πρώτοι στη δουλειά
ευκολόπιστοι,
αισιόδοξοι και τώρα
φτωχοποιημένοι
Κάποια βραδάκια στην ταβέρνα
τα χρόνια
τα μεταπολεμικά
κάπελα μια οκά
κέρνα
στων κρασοπατέρων
την παρέα
τη διονυσιακιά
απ’ το
βαρέλι βάλε μας το πάνω
να πάνε τα φαρμάκια κάτω
και της ζωής μας η ανηφοριά
τα ερωτικά να
ξεχάσουμε σαράκια
τα πρόσωπα της
παρέας όλα μια καρδιά
Ραντεβού δίναμε κάποια
βραδάκια
στα δασάκια
γιατί τότε την
περνούσαμε λιτά
την γκόμενα την βγάζαμε
στα παγκάκια
ή σε ερημικά
ταβερνάκια πάντα στα σκοτεινά
μακριά από τα βλέμματα τα
αδιάκριτα
και τα προδοτικά
ποδαρόδρομο χέρι χέρι
και φιλάκια ερωτικά
Με φίλους συναντιόμαστε
στα
ταβερνάκια
τα Σάββατα συνήθως τα
βραδάκια
γιατί αργία είχαμε μόνον
τις Κυριακές
επί πόντος συζητούσαμε
επιστητού
μεταξύ τυρού , ελιάς και χταποδιού
φεύ! και τότε τις
διχαστικές είχαμε πολιτικές
|
Τα νέα τα καλά και τα κακά
τα μάθαινες στην ταβέρνα
κάτω από την κληματαριά
στην αυλή
μοσχοβολούσε το γιασεμί
στην Πλάκα τροβαδούροι
της εποχής
παντού χαρά και ελπίδα
η ταβέρνα σωστό
ήτανε σχολείο
να μιλάς για ιδέες
, τέχνη και για βιβλίο
η Αθήνα μας του πολιτισμού
ήταν κοιτίδα
Τότε μας πλήγωναν τα
θέματα τα εθνικά
και των συμμάχων
μας η αγνωμοσύνη
στην ταβέρνα βρίσκαμε
τη λησμονιά
με της παρέας τη συντροφιά,
ψυχική ευφορία νοιώθαμε
και ευφροσύνη
Εκείνη την εποχή το
κατεστημένο την
Κύπρο μας
παραδίνει
και ο λαός
ήταν σε μέγιστο αναβρασμό και δίνη
τα οικονομικά μας
μεν λιτά τα βασικά πάντως
είδη προσιτά και αρκετά
στο ταβερνάκι να ξεδίνεις
Τώρα αθέατα τα Ευρά
ο κόσμος
παραζαλισμένος μελαγχολικός
δεν έχει κέφι
ούτε και λεφτά
καλύτερα στης Ομόνοιας
τα μέρη μην πας
ξεκομμένος
κάποιος λάθρος μη σου
τη φέρει
ή σε φάει κάποιος
μαστουρωμένος
και πας χαμένος
Που είναι τα χρόνια
εκείνα τα παλιά
τα χρόνια της ασφάλειας και
ανεμελιάς
με την Δραχμούλα
ήταν φίσκα φαγάδικα και μαγαζιά
τώρα σκέτη
μελαγχολία
όταν κατέβεις στην
Αθήνα για δουλειά
σφίξιμο
νοιώθεις και φοβία στην καρδιά
Τα κτήνη μας έκαναν
ανεπανόρθωτη ζημιά
την ψυχή μας
λάβωσαν , έδιωξαν τα παιδιά
μας έφαγαν τα
σωθικά τα «Πολυτεχνεία»
αλλά «έστιν δίκης οφθαλμός
ός τα πάνθ ορά» και ο
πλανητάρχης
τώρα τους χτυπά με
μανία.
Στην άλλη τη ζωή υπόσχεση σου
δίνω
κάθε βραδάκι στον παράδεισο
με σένανε θα πίνω
ρε Ελληναρά «Διονύση»
και αν η
κόλαση μου λάχει
με
κιθαρίτσα, οίνον, ποτέ ουίσκι
να εξάγουμε το
γλέντι εκεί ψηλά
στα βάρβαρα και
μοχθηρά στίφη.
*Αμφικτύων είναι ο Υποστράτηγος ε.α
Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης,
Συγγραφεύς, Μέλος της Εταιρείας Ελλήνων
λογοτεχνών
|