ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟ – ΕΠΙΚΑΙΡΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
του αείμνηστου Νίκου Τσιφόρου ( 1909 – 1970 )
<<
Είμαι Έλλην, το καυχώμαι, ξεύρω
την καταγωγήν μου, χόρτασα κρεμμύδι και ψάρια παστά, έφαγα ψωμί πένθιμο, μαύρο
και πιτυρούχο, σκαρφάλωσα τις βουνοκορφές με τον γυλιό και «πλήρη φόρτον»
σαράντα οκάδες στη ράχη, με ύμνησαν το χτες και το σήμερα, αναστέναξα από τους
εφόρους, έκανα περίπατο μέσα στο διχασμό, άκουσα τις σφαίρες των κινημάτων,
είδα λογής λογής στρατιωτικές στολές να κάνουν παρέλαση μέσα
στους μεγάλους μου δρόμους, διάβασα τα πυριφλεγή άρθρα των εφημερίδων, άκουσα
πολιτικούς λόγους… «Λέγω… Η Ελλάς λέγω…»,
έγινα δυο χωριά με τους φίλους μου στα καφενεία, διαμαρτυρήθηκα, καρπαζώθηκα,
φοβέρισα, «ξέρεις ποιος είμ’ εγώ;»,
πούλησα κι αγόρασα κονσέρβες στην Κατοχή, έβρισα τους καταχραστές και, μεταξύ
μας, κομματάκι από ζήλια, ξεσκεπάστηκα με σεβασμό μπρος στη σημαία μου, ένιωσα
ρίγος στις νότες του Εθνικού μου Ύμνου,
γκάριξα στο ποδόσφαιρο με τις εθνικές ξένες ομάδες, δε θέλω να με κουμαντάρουν
οι άλλοι, κι αν πολιτευόμουνα προσωπικά, θα τα κατάφερνα καλύτερα απ’ τον
καθένα.
Τώρα πάω στην κάλπη.
Δεν ξέρω ακόμα τι θα ψηφίσω, αλλά πάω στην κάλπη.
Λέω μέσα μου ότι χρειάζεται κάτι δυνατό, κάτι ελληνικό, κάτι καινούργιο.
Σιγοσφυρίζω ένα σκοπό γεμάτον δικαιώματα κι ελευθερίες, σιγοσφυρίζω ένα σκοπό
γεμάτον δύναμη και σεβασμό για τούτο το κομμάτι της γης, το χιλιοτυραννισμένο,
που πάνω στα σκληρά βράχια του ακονιστήκανε
όλες οι αιχμές από ξίφη των Περσών, των Ρωμαίων, των Τούρκων, των
Γότθων, των Φράγκων, των Σλάβων… Κάθε φορά που σπάζαν τα ξίφη και ανάσαιναν οι
βράχοι, περήφανοι, στητοί, ελληνικοί και μεγάλοι. Σιγοσφυρίζω ένα σκοπό για
τούτα τα χώματα, τα ποτισμένα αίμα, ιδρώτα και μόχθο, τα χώματα που σκεπάζουν
τους πατέρες μου, τη δόξα τους, τους μεγάλους αγώνες. Και λέω πιο κάτω : «Πρέπει. Πρέπει σε τούτη τη χώρα να γίνει μεγάλη και
ισχυρή.»
Έχω μία ψήφο. Μία μονάχα, μέσα στο ένα εκατομμύριο. Δεν
είμαι τίποτα, εν ασήμαντο ποσοστό, ένας
εκατομμυριοστός συντελεστής της λαϊκής δύναμης. Φτερό το βάρος μου, ατσάλι η
θέλησή μου. Θέλω την Ελλάδα, τη μικρούλα και ιστορική, θέλω να τη δω να
ανασαίνει ελεύθερη, μόνη, χωρίς ελεημοσύνες, χωρίς στερήσεις, με την αξία της.
Θέλω να ‘ρθουν ψηλά, επικεφαλής, οι
άνθρωποι που θα της κάνουνε δώρο μενταγιόν αυτά
τ’ αγαθά. Θέλω να μην πεινάμε εμείς και τα παιδιά μας, να μη μας γελάνε οι
ξένοι, να μας λογαριάζουνε τα βορινά τσακάλια, θέλω δική μου τη δική μου θάλασσα
και δική μου τη δική μου στεριά. Θέλω να
λένε με σεβασμό «Έλληνας» στο πέρασμά
μου, θέλω να ‘ναι ψηλά η τιμή και σεβαστοί οι άρχοντές μου. Θέλω να μεγαλώσουνε
τα παιδιά μου ελεύθερα να μάθουν, να σπουδάσουν, να γίνουν καλύτερα από μένα
στο μυαλό, στην αξία, στη σκέψη. Δεν ξέρω ακόμα τι θα ψηφίσω αλλά πάω στην
κάλπη.
Κανέναν δεν κατηγόρησα. Σκεφτήκανε όλοι και πράξανε,
ανάλογα με το μυαλό που ‘χανε. Όμως εγώ λέω πως χρειάζονται καινούργια μυαλά,
καινούργιες σκέψεις, καινούργια πράγματα. Χρειάζεται καινούργια Ελλάδα, να μη
φοβάσαι το νόμο, να μη φοβάσαι τον έφορο, να μη φοβάσαι τις δραχμές σου τις
λιγοστές. Να ‘ναι όλα φτωχά μα τίμια, να μη χρωστάμε «ευχαριστώ» για το ψωμί , που το αξίζουμε, να μη φοβόμαστε για
το αύριο που είναι δικό μας. Να γίνουμ’ όλοι καλοί, κι η Ελλάδα καλύτερη ΄ εμείς θα πεθάνουμε, αυτή πρέπει να ζήσει ……
Σκέφτομαι
… … Τώρα που πάω στην κάλπη…..
>>
Του Νίκου Τσιφόρου, από το βιβλίο «Ο πρώτος Τσιφόρος».
Ειδική
Έκδοση –Προσφορά , από την
εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ .
Εκδοτική Ερμής ΕΠΕ.