ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

Σάββατο 7 Μαρτίου 2015

Στον καιρό του μάγιστρου Τσίπρα ( Μέρος Δεύτερον )



Αν ζούσαμε στο Βυζάντιο: Μέρος Β΄. Μετά τις εκλογές.
(Συνέχεια από το προηγούμενο).
…Και εις το Θέμα της Ελλάδος, ο λαός συνάχτηκε ξανά και εξέλεξε διά βοής τον Αλέξιο τον Χαρισματικό, τον αποκαλούμενο και Τσίπρα. Και θαύμα μέγα εγένετο. Διότι μόλις ο νέος μάγιστρος έκαμε να μιλήσει, από τον λάρυγγά του βγήκε η φωνή του Μεγάλου Ανδρέα του Παραμυθά! «Ελάτε να σηκώσουμε τον ήλιο της δικαιοσύνης!» είπε. Και οι πιστοί γονάτισαν και οι παλαιές αφίσες δάκρυσαν και χαρά μεγάλη απλώθηκε σ’ Ανατολή και Δύση.
    Και η χαρά κράτησε ημέρα μία και πολύ της ήταν. Διότι μόλις ο Αλέξιος έλαβε την ευχή του γέροντα Παπούλια, εκάλεσε το γελωτοποιό της αυλής, Πανοκαμένο τον Ημιμαθή, και του είπε: «Σε ορίζω δομέστικο και κουροπαλάτη και σεκρετάριο των φουσάτων! Εσέ θέλω στο πλάι μου και ουχί τον Άνθρωπο του Ποταμού!». Και ο Άνθρωπος του Ποταμού εμούτρωσε, μα ο Πανοκαμένος χάρηκε τα μάλα. Διότι ως σεκρετάριος των φουσάτων θα τα έβαζε με τα σιδερένια πουλιά που ράντιζαν τον λαό με ξόρκια και μόνον αυτός τα έβλεπε.
    Ο δε Σαμαράς χολώθηκε διά την ήττα του και δεν παρέδωσε το κλειδί του κάστρου ως όφειλε. Μόν’ το παράτησε απάνω στη μικρή τάβλα εις το έμπα δεξιά και έφυγε. Και ο Αλέξιος κατέφτασε εις το παλάτι και το ’βρε ασκούπιστο και αδειανό. Μήτε πανιά, διά να κάμουν τη δουλειά τους οι σφουγγοκωλάριοι, δεν υπήρχαν.   Διότι η μοναχή Βούλτεψη είχε προφητεύσει πως τα πανιά ετούτα θα χάνονταν από την πλάση και ο Σαμαράς την επίστεψε και έκαμε τα κουμάντα του διά να μην ξεμείνει.
    Ο Ευάγγελος ο Λογοπλάστης ήτο και αυτός πολλά πικραμένος. Και κατηγορούσε τον Γεωργάκη τον υιόν του Μεγάλου Ανδρέα. Τον έβριζε με λόγια σκαιά και τον μούντζωνε και ο Γεωργάκης του ανταπαντούσε «στα μούτρα σου!» και «καθρεφτάκι!». Και ο Ευάγγελος σύναξε τους δυστυχείς Πασόκους του και τους είπε: «Νισάφι πια! Βαρέθηκα! Τον Μάιο που ανθίζουν τα κλαδιά, εγώ θα φύγω. Να βάλετε άλλον αρχηγό να σας διαφεντεύει». Και οι Πασόκοι έπεφταν στα πατώματα και μαδούσαν τα μαλλιά τους. «Μη, Ευάγγελε!» έκραζαν. «Μη λες τέτοια, θα φαρμακωθούμε! Τι θα απογίνουμε δίχως εσένα
    Ενόσω συνέβαιναν αυτά, ο Αλέξιος έστυβε την κεφαλήν του διά να βρει τους καλυτέρους συμβούλους και σεκρεταρίους. Κατέληξε σε ολίγους και εκλεκτούς, μόλις σαράντα νοματαίους. Τα οικονομικά τα ενεπιστεύθη εις τον προφήτην Ιωάν(ν)η τον Νάρκισσον, διά να μπορεί να ταξιδεύει εις την Φραγκιάν και να τρέχει ο κόσμος να τον θαυμάζει. Το σέκρετον της χαρτούρας εδόθη εις τον φοβερόν Κατρούγκαλον διά να φέρει πίσω όσους ο Σαμαράς είχε διώξει. Το σέκρετον της Παιδείας εδόθη στον Κουράκη, τον μέγιστο των ποιητών. Ο δε Βούτσης έλαβε το σέκρετον όπου υπάγονται οι πραιτωριανοί, διά να βγάλει το άχτι του, που παλαιά τον ζούμπαγαν με τις ασπίδες τους.
    Μα και από την μάγκαν του Πανοκαμένου διάλεξε ο Αλέξιος σεκρεταρίους: Τον Τερέντιο Κουικάρα για να κάμει κάτι που ουδείς κατάλαβε και την Έλενα την Εξ Τοπμόντελ διά να φροντίζει τους περιηγητάς (διότι ήτο έθιμο, το σέκρετο τούτο να δίδεται σε μίαν τυχαία ψηλή). Μόνον διά τον Χαϊκάλη τον Εύμορφο δεν επερίσσεψε θέση, και ήταν μέγα κρίμα.
    Μήτε η Ζωή η Τρομερή πήρε σέκρετο. Πήρε όμως οφίτσιο ζηλευτό: Να βαράει την κουδούνα του συμβουλίου και να κράζει «ησυχία!» και «σας αφαιρώ τον λόγο!». Και ο Μεϊμάρ ο Κιμπάρης, την περίμενε με ευγένεια και φιοριτούρες. Διότι έτσι ήτο ο Μεϊμάρ. Με τις γυναίκες ιππότης, μα μόλις έβλεπε σερνικό χλιμίντριζε και σήκωνε τους χιτώνες του για να το κανονίσει.
    Απέμενε το σέκρετο των εξωτερικών. Ο Αλέξιος έστυψε ξανά την κεφαλή του για ώρα πολλή, ως που… «Το βρήκα!» αναφώνησε. «Θα βάλω εκείνον τον στρουμπουλόν με τις διόπτρες! Τον Κοντζιά, τον φίλον του Φαήλου! Και ο Κοντζιάς ο Ρωσομανής εσήκωσε τα μανίκια του και άρχισε ευθύς να κάμει χατίρια εις τον Βλαδίμηρο τον Μοσχοβίτη. Και πολλοί εθορυβήθησαν και έσπευσαν εις τον Αλέξιο και τον ερώτησαν: «Γιατί, Αλέξιε, δεν μας το είχες πει αυτό πριν από τα πριν;». Και ο Αλέξιος τους απήντησε ότι τους το κρατούσε διά έκπληξιν.
    Και δυο ημέρες αργότερα, επιστρέφοντας ο Ιωάνης ο Νάρκισσος από το γυμναστήριο όπου είχε πάει διά να κάμει γράμμωσιν, συνάντησε τον Ολλανδό Γερούνδιο. Και εκάθησε δίπλα του και τον εκάρφωσε με βλέμμα λάγνο και του είπε «σαθρός» και «ουάου» – τις δύο απηγορευμένες λέξεις. Και ο Γερούνδιος δαιμονίστηκε και αλάλιασε και έπιασε το χέρι του Ιωάνη ωσάν να έπιανε κόπρανα.
    Και κοπετός υψώθηκε σε όλη τη χώρα. Και οι Φιλελέδιοι έκαμαν λιτανείες και εξορκισμούς και δάγκαναν τα διαβατήριά τους για να ξενιτευτούν, να φύγουν. Μα όταν έφταναν στα σύνορα το μετάνιωναν και γυρνούσαν πίσω. Διότι το Θέμα της Ελλάδος είναι γλυκό σαν το μέλι και όποιος έχει ζήσει σε αυτό δύσκολα το αφήνει.
    Και έτσι κυλούσαν οι πρώτες μέρες στον καιρό του Αλέξιου του Α΄ του Μνημονιοκτόνου
Αύριο το Τρίτο Μέρος