ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

Σάββατο 12 Αυγούστου 2017

Η ΘΕΣΜΙΚΗ ΠΑΡΑΝΟΜΙΑ ΕΝΟΣ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ



του Ευαγγέλου Γριβάκου Αντιστρατήγου ε.α – Νομικού      
    Μείζον πολιτειακό θέμα και σπουδαιότατη πολιτική και θεσμική εμπλοκή θα προκύψει οπωσδήποτε σε περίπτωση κατά την οποία η σημερινή κυβέρνηση προχωρήσει στη σχεδιαζόμενη από αυτήν διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την – πάντοτε αμφιλεγόμενη – αναθεώρηση του ισχύοντος Συντάγματος
    Έγκριτοι συνταγματολόγοι συμφωνούν ότι μία τυχόν τέτοια διαδικασία νομοτελειακά θα προσέκρουε στις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 44 καθώς και στο άρθρο 110 του Συντάγματος. Ειδικότερα :
    Η παρ. 2 του άρθρου 44 προβλέπει ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας (ΠτΔ) με Διάταγμά του και τηρουμένων αυστηρά των προβλεπόμενων διαδικασιών, προκηρύσσει δημοψήφισμα αποκλειστικά σε δύο μόνο περιπτώσεις (numerous clauses) : όταν πρόκειται «για κρίσιμα εθνικά θέματα» και για «ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρά κοινωνικά ζητήματα, εκτός από τα δημοσιονομικά».
    Το 2011 ο τότε βουλευτής και νυν ΠτΔ κ. Προκόπης Παυλόπουλος, υπό την ιδιότητά του ως πανεπιστημιακού συνταγματολόγου και με αφορμή την πρόθεση του τότε Πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου να διεξάγει δημοψήφισμα όμοιο με εκείνο το οποίον σχεδιάζει να επιχειρήσει ο σημερινός Πρωθυπουργός, είχε γράψει σε άρθρο του υπό η ημερομηνία 26.11.2011 στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ότι: «η δια δημοψηφίσματος αναθεώρηση του Συντάγματος έρχεται σε ευθεία και κραυγαλέα αντίθεση με τις διατάξεις του άρθρου 44 παρ. 2, οι οποίες καθιερώνουν δύο τύπους δημοψηφίσματος» (σ.σ. αυτές που αναφέρθηκαν παραπάνω). Κατά τον κ. Παυλόπουλο «θα συνιστούσε ευτελισμό του γράμματος και του πνεύματος του άρθρου 44, αν ένας εισηγητής του δημοψηφίσματος επικαλείτο κρίσιμο εθνικό θέμα», ενώ, για τη δεύτερη περίπτωση, αναρωτιέται στο άρθρο του «ποιος νοσηρός νομικός ή πολιτικός νους θα τολμούσε να ισχυριστεί πως θα ήταν εφικτή η αναθεώρηση μέσω ενός σχεδίου νόμου που θα είχε ψηφίσει η Βουλή».
    Από τις διατάξεις του άρθρου 110 συνάγονται :
        α) Η ανάγκη αναθεώρησης του Συντάγματος διαπιστώνεται με απόφαση της Βουλής που λαμβάνεται κατόπιν ειδικά οριζόμενης διαδικασίας και περιλαμβάνει τις διατάξεις που πρέπει να αναθεωρηθούν (παρ. 1).
        β) Αφού η αναθεώρηση αποφασιστεί από την Βουλή, η επόμενη Βουλή, κατά την πρώτη σύνοδό της αποφασίζει, με απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των μελών της, σχετικά με τις αναθεωρητέες διατάξεις (παρ. 3).
    Με βάση τα ανωτέρω, αβίαστα εξάγεται το συμπέρασμα ότι ο Ελληνικός Λαός (εκλογικό σώμα) ενεργώς συμμετέχει στην αναθεωρητική διαδικασία αφού δι’ εκλογών και με την ελεύθερη βούλησή του αναδεικνύει την «επόμενη» Βουλή που θα αποφασίσει για τις αναθεωρητέες διατάξεις, ως προελέχθη. Την  ίδια άποψη έχει εκφράσει δημοσίως και ο βουλευτής κ. Ευάγγελος Βενιζέλος σε μία προσπάθειά του να εξηγήσει τους λόγους πρόσκρουσης του δημοψηφίσματος στο άρθρο 110. Εξάλλου και ο ΠτΔ στο αναφερθέν άρθρο του 2011, επισημαίνει ότι «η αναθεώρηση του Συντάγματος μέσω δημοψηφίσματος συνιστά  παραβίαση του άρθρου 110 διότι θ οδηγούσε στην – ούτως η άλλως εντελώς απηγορευμένη αναθεώρηση και των μη αναθεωρητέων διατάξεων του άρθρου αυτού» (σ.σ. : πρόκειται για τις διατάξεις που καθορίζουν την μορφή του πολιτεύματος και τις λοιπές που αναφέρονται στην παρ. 1 του εν λόγω άρθρου).
    Στο αυτό μήκος κύματος κινείται και ο ευρωβουλευτής κ. Κ. Χρυσογόνου, πανεπιστημιακός και αυτός, ο οποίος στο περί Συντάγματος σύγγραμμα του γράφει (περιφραστικά) ότι σε καμία περίπτωση δημοψήφισμα σχετικό με την θέσπιση, τροποποίηση ή κατάργηση συνταγματικών διατάξεων δεν μπορεί να εύρει έρεισμα στην παρ. 2 του άρθρου 44 και ότι τα όρια της αναθεωρητικής διαδικασίας προδιαγράφονται αποκλειστικά στο άρθρο 110. Κατά συνέπεια, οποιαδήποτε προσπάθεια παράκαμψής της με απευθείας επίκληση του λαού (δηλ. δημοψήφισμα) θα ισοδυναμούσε με απόπειρα κατάλυσης του Συντάγματος.  Περαιτέρω, ο κύριος Χρυσόγονος φέρεται να έχει δηλώσει : «Δεν προβλέπεται και δεν νοείται διεξαγωγή δημοψηφίσματος στο πλαίσιο της αναθεωρητικής διαδικασίας. Προβλέπεται, όμως, η παρεμβολή βουλευτικών εκλογών μεταξύ της διαπίστωσης της ανάγκης για αναθεώρηση (από την παρούσα Βουλή) και της συντέλεσης της αναθεώρησης από την επόμενη. Οι εκλογές αυτές ενδέχεται να προσλάβουν έναν οιονεί δημοψηφισματικό χαρακτήρα, εάν το ζήτημα της αναθεώρησης κυριαρχήσει στα πολιτικά προγράμματα των κομμάτων και στις επιλογές των ψηφοφόρων».
    Δεδομένων των ανωτέρω τεκμηριωμένων στοιχείων, εύλογα οι Έλληνες πολίτες θα προβληματιστούν για τη χρησιμότητα και λειτουργικότητα ενός Συνταγματικού Δημοψηφίσματος και δικαιολογημένα θα υποψιαστούν ότι πίσω από αυτό δυνατόν να υποκρύπτονται ιταμές μικροπολιτικές απόπειρες διατηρήσεως και νομής της εξουσίας. Πικρές εμπειρίες του πρόσφατου και απώτερου παρελθόντος έχουν διδάξει στον Ελληνικό λαό ότι ποθούμενο δεν είναι τόσο οι αλλαγές στον συνταγματικό χάρτη της Χώρας αλλά η πιστή και απαρέγκλιτη εφαρμογή του από όλους ανεξαιρέτως και, κυρίως, από τους ασκούντες κρατική, δικαιϊκή και πολιτική εξουσία, χωρίς διακρίσεις και σκοπούμενες παρερμηνείες και αυθαιρεσίες. Τέλος, όσον αφορά τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αναμένεται να μη μεταβάλει τις παλαιότερες θέσεις του και να μην υπογράψει το σχετικό διάταγμα για τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, έστω και εάν αυτό παρουσιαστεί με συμβουλευτικό χαρακτήρα, μη δεσμευτικό για τη Βουλή.
    Το Σύνταγμα ουδόλως προβλέπει «συμβουλευτικό δημοψήφισμα» διότι ένας τέτοιος «θεσμός» θα έμοιαζε με απλή δημοσκόπηση την οποία, μάλιστα, ουδείς θα ήταν υποχρεωμένος να λάβει υπόψη.
    Εάν, όμως, παρ’ ελπίδα, ο Πρόεδρος υπογράψει το Διάταγμα, τότε δεν θα έχει παραβιάσει μόνο το Σύνταγμα αλλά και θα έχει εκθέσει διεθνώς τη Χώρα, ερχόμενος σε σύγκρουση με τον όρο του ρωμαϊκού δικαίου : «venire contra factum proprium».