ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

Τρίτη 12 Μαΐου 2015

Άρπαλος…….ο επονείδιστος καταχραστής



    Η τριετής απουσία του Μεγ. Αλεξάνδρου στην Ινδία έκανε τους αξιωματούχους, που είχε τοποθετήσει στις κατακτημένες περιοχές, να συμπεράνουν ότι δεν θα επέστρεφε ζωντανός. Έτσι άρχισαν να αυθαιρετούν και να καταπιέζουν τους υπηκόους τους. Ήταν τέτοιο το πλήθος των παραπτωμάτων, ώστε ο Αλέξανδρος άρχισε να επιβάλλει όλο και πιο εύκολα τιμωρίες, όλο και σκληρότερες ποινές, ακόμη και για τα πιο μικρά παραπτώματα, θεωρώντας ότι οι δράστες απλώς δεν πρόλαβαν να διαπράξουν μεγαλύτερα αδικήματα.
    Η ασυδοσία και η ληστρική συμπεριφορά των αξιωματούχων οφειλόταν στη συνειδητοποίηση ότι ο Αλέξανδρος ήταν ο μοναδικός συνδετικός ιστός όλου του στρατιωτικού εγχειρήματος. Δεν υπήρχε διάδοχος ή αντικαταστάτης, παρά μόνον πολλοί αξιωματούχοι νεόκοποι, ισχυροί και φιλόδοξοι. Χαρακτηριστικά φέρεται να του είχε πει ο γιος του Μαζαίου «ο Δαρείος ήταν ένας……..εσύ όμως έχεις κάνει πολλούς Αλέξανδρους», ενώ η μητέρα του τον συμβούλευε να ευεργετεί και να τιμά τους φίλους του με άλλους τρόπους, όχι με πλούτη και δύναμη, διότι έτσι τους εξομοίωνε με βασιλείς. Την Ολυμπιάδα ενοχλούσε ακόμη το γεγονός, ότι ο ίδιος φρόντιζε να έχουν φιλικές σχέσεις μεταξύ τους. Με την ανοχή του Αλεξάνδρου είχαν αναπτύξει τέτοια νοοτροπία, ώστε όταν δημιουργήθηκε στους διάφορους αξιωματούχους η πεποίθηση ότι εξέλιπε ο ιθύνων νους, η αντίδρασή τους ήταν αναμενόμενη. Μη γνωρίζοντας πόσα και ποια εδάφη θα παρέμεναν σε Ελληνικά χέρια, δηλαδή μη γνωρίζοντας πόσο θα παρέμεναν στις θέσεις τους, θεώρησαν ότι είχαν περιορισμένο χρόνο για να πλουτίσουν και να επιδοθούν σε πάσης φύσεως απολαύσεις. Ένας εξ’ αυτών ήταν και ο Άρπαλος.
    Ο Άρπαλος ήταν γιός του Μαχάτα και παιδικός φίλος του Αλεξάνδρου τον οποίον ο Φίλιππος το 337 π.Χ τον εξόρισε από την Μακεδονία. Συγκεκριμένα στο δείπνο του γάμου του Φιλίππου με την Κλεοπάτρα* ο Άτταλος ευχήθηκε να γεννηθεί γνήσιος διάδοχος του θρόνου. Τότε ο Αλέξανδρος εξοργισμένος του πέταξε τον σκύφο (ποτήρι) λέγοντας: «Εμείς, άθλιε, σου φαινόμαστε για νόθοι;». Ο Φίλιππος προσεβλήθη, τράβηξε το ξίφος του και κινήθηκε εναντίον του γιου του, όμως από το μεθύσι παραπάτησε, για να εισπράξει τη χλεύη του Αλεξάνδρου: «Αυτός λοιπόν, που ετοιμάζεται να εισβάλει από την Ευρώπη στην Ασία, σωριάστηκε προσπαθώντας να περάσει από το ένα κρεβάτι στο άλλο!».
*Κλεοπάτρα: ανιψιά, ή αδελφή, ή θεία του Μακεδόνα στρατηγού Αττάλου. Ήταν η πέμπτη, ή έβδομη, οπωσδήποτε η τελευταία σύζυγος του Φιλίππου και κατά πολύ νεότερή του. Ο Αρριανός την ονομάζει Ευρυδίκη. Ο Φίλιππος την παντρεύτηκε το 337 π.Χ. και έκανε μαζί της μία κόρη, την Ευρώπη. Μετά την δολοφονία του Φιλίππου (336 π.Χ) και την ανάρρηση του Αλεξάνδρου στο θρόνο, η ύπαρξή της αποτελούσε σοβαρή ενόχληση, αν όχι κίνδυνο. Λέγεται ότι την δολοφόνησε η Ολυμπιάδα μαζί με τη μικρή της κόρη εν αγνοία του Αλεξάνδρου, ίσως κατά τη βαλκανική εκστρατεία (335 π.Χ). Στο μεγάλο τάφο των Αιγών βρέθηκαν δύο ταφές σε χρυσές λάρνακες. Οι μεν ανήκαν σε άνδρα 40-50 ετών (Φίλιππος Β΄) και οι δε σε γυναίκα 23-27 ετών. Φαίνεται ότι ήταν αδύνατο η χήρα του Φιλίππου να μην ταφεί δίπλα του (Αρριανός Γ.6.5, Ιουστίνος 9.7.12, Πλούταρχος Αλέξανδρος 10.8, Μέγας Αλέξανδρος, Ιστορία και θρύλος στην τέχνη, γενική επιμέλεια Καίτη Νίνου, ΤΑΠΑ, Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, 1980, σελ 17)
    Μετά από αυτό ο Αλέξανδρος έστειλε τη μητέρα του στους συγγενείς της στην Ήπειρο και ο ίδιος κατέφυγε στους Ιλλυριούς. Από μόνο του το γεγονός ότι ζήτησε καταφύγιο στους πάντοτε επικίνδυνους για τη Μακεδονία Ιλλυριούς, μας βάζει σε σκέψεις για τις προθέσεις τις δικές του σχετικά με τον πατέρα του, ή του πατέρα του σχετικά μ’ εκείνον. Είναι σαφές ότι ο Φίλιππος πήρε βαρέως τα προσβλητικά λόγια του γιου του ενώπιον όλων των εταίρων, διότι όπως πληροφορούμεθα από τον Αρριανό εξόρισε τους προσωπικούς φίλους του Αλεξάνδρου, Πτολεμαίο του Λάγου, Άρπαλο του Μαχάτα, Νέαρχο του Ανδροτίμου, Εριγύιο και Λαομέδοντα του Λάριχου, σε μία προφανή προσπάθεια να του στερήσει κάθε έρεισμα στην Αυλή.
    Μετά το θάνατο του Φιλίππου το 336 π.Χ, ο Αλέξανδρος του ανέθεσε τη διαχείριση των οικονομικών της στρατιάς, καθότι η καχεκτική διάπλαση του Αρπάλου δεν του επέτρεπε να διακριθεί στην ανώτερη και ευγενέστερη ασχολία της εποχής, την πολεμική δράση. Αυτό φαίνεται ότι έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της ψυχοσύνθεσης και των επιλογών του. Πριν την μάχη της Ισσού το 333 π.Χ, λιποτάκτησε, πιστεύοντας ότι θα νικούσαν οι Πέρσες. Ο Αλέξανδρος αφού τον διαβεβαίωσε ότι η λιποταξία του δεν θα είχε συνέπειες, επέστρεψε και ξανάγινε διαχειριστής.
    Στα Εκβάτανα το 330 π.Χ ανέλαβε την οικονομική διαχείριση του θησαυρού της πόλης, καθώς και εκείνου, που μεταφέρθηκε από τις Πασαργάδες και την Περσέπολη. Στη συνέχεια αναβαθμίστηκε σε βασιλικό θησαυροφύλακα της Βαβυλώνας και ενόσω ο Αλέξανδρος βρισκόταν στην Ινδία, ο πρόδηλα επιρρεπής σε καταχρήσεις Άρπαλος συνέχισε αυτό που γνώριζε καλύτερα. Σημειώνεται ότι το 333 π.Χ είχε ήδη μία κατάχρηση στο ενεργητικό του, όταν κατά την διάρκεια της εκστρατείας του Μεγ. Αλεξάνδρου στην Αίγυπτο, ενώ εκτελούσε καθήκοντα διαχειριστή οικονομικών, παρασύρθηκε από κάποιον ονόματι Ταυρίσκο και έφυγε παίρνοντας μαζί του και κάποιο ποσό από το ταμείο. Ο Αλέξανδρος έδειξε ανοχή στις πράξεις του παιδικού του φίλου, που στο παρελθόν είχε εξοριστεί για χάρη του, και του έστειλε αγγελιαφόρους. Αυτοί τον συνάντησαν κοντά στην Αθήνα, στη Μεγαρίδα, και τον έπεισαν ότι μπορούσε να επιστρέψει χωρίς φόβο.
    Παράλληλα, προετοίμαζε την διαφυγή και το καταφύγιο για τις δύσκολες μέρες, κάνοντας γενναίες δωρεές στο Δήμο της Αθήνας. Μάλιστα, επειδή ήταν υπερβολικά τοπικιστής, θέλησε να δημιουργήσει μία νέα Ελλάδα στη Μεσοποταμία. Δεν άντεχε το βαρβαρικό περιβάλλον κι έφερνε φυτά από την Ελλάδα για τα ανάκτορα και τους περιπάτους της Βαβυλώνας. Ούτε την Ελληνική διατροφή δεν μπορούσε να ξεχάσει, γι’ αυτό έφερνε μεγάλες ποσότητες ψαριών από την μακρινή Ερυθρά Θάλασσα (Περσικό Κόλπο). Επίσης ως προβεβλημένος πλέον Έλληνας αξιωματούχος χρειαζόταν δίπλα του μία γνωστή εταίρα, από μία λαμπρή ελληνική πόλη. Κάλεσε λοιπόν την διασημότερη Αθηναία εταίρα, την Πυθονίκη, στην οποία όσο ζούσε κοντά του προσέφερε βασιλικές αμοιβές και όταν πέθανε, την έθαψε μεγαλόπρεπα σε πολυδάπανο τάφο, που της κατασκεύασε στην Αττική. Την αντικατέστησε με την επίσης Αθηναία εταίρα, την Γλυκέρα, με την οποία ζούσε εξίσου δαπανηρά. Παράλληλα, προετοίμαζε την έξοδο της διαφυγής του και το καταφύγιο για τις δύσκολες μέρες, κάνοντας γενναίες δωρεές στο Δήμο της Αθήνας.
    Φαίνεται ακόμη ότι ο Άρπαλος, αν και καχεκτικός, ως εραστής ήταν ακόρεστος, διότι κατηγορήθηκε για διάφορες ακολασίες με τις γυναίκες των βαρβάρων. Η έκλυτη ζωή και οι καταχρήσεις του Δημοσίου Χρήματος προκάλεσαν τη γενική κατακραυγή κατά του βασιλικού θησαυροφύλακα και όταν ο Αλέξανδρος γύρισε από την Ινδία το 324 π.Χ και άρχισε να τιμωρεί τους ατάσθαλους αξιωματούχους, ο Άρπαλος πρόλαβε να δραπετεύσει με 5.000 αργυρά τάλαντα και 6.000 μισθοφόρους.
    Άφησε τους μισθοφόρους στο Ταίναρο και ο ίδιος με μέρος των χρημάτων ζήτησε καταφύγιο στο Δήμο των Αθηναίων, ελπίζοντας ότι θα είχαν αντίκρυσμα οι γενναιοδωρίες του. Προσέλαβε τους καλύτερους ρήτορες για να στηρίξουν το αίτημά του, διότι στο μεταξύ ο Αντίπατρος και η Ολυμπιάδα ζήτησαν την έκδοσή του για όλα τα αδικήματα και πρωτίστως για το ποινικό αδίκημα της μνημειώδους κατάχρησης Δημοσίου Χρήματος.
    Οι Αθηναίοι ρήτορες θέλοντας να επωφεληθούν από τον πλούσιο φυγάδα κινήθηκαν, ώστε να γίνει δεκτό το αίτημά του. Στη συγκεκριμένη υπόθεση ο Δημοσθένης αρχικά έλαβε θέση υπέρ του προφανούς συμφέροντος της πατρίδας του και πρότεινε την απέλαση του φυγόδικου, διότι η Αθήνα δεν ήταν πλέον ασύδοτος Ηγεμών της Ελλάδος, αλλά απλό και εξ ανάγκης μέλος του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων υποχρεωμένο να σέβεται τη νομιμότητα και επιπλέον κινδύνευε να εμπλακεί σε αδικαιολόγητο πόλεμο.

    Τονίζεται ότι  μετά την παγκόσμια επικράτηση του Αλεξάνδρου, ο Δημοσθένης είχε περιορισθεί σε δευτερεύουσες πολιτικές υποθέσεις. Δυστυχώς όμως τον άνθρωπο πρώτα εγκαταλείπει η ψυχή και μετά ο χαρακτήρας. Έτσι, λίγες μέρες αργότερα, ενώ ο Άρπαλος επεδείκνυε στους κατάλληλους ανθρώπους τη λεία, που είχε φέρει μαζί του για να την ανταλλάξει με τις υπηρεσίες τους, ο Δημοσθένης άρχισε να ρωτάει δήθεν για το σκάλισμα μιας βαρβαρικής κύλικας (ποτήρι με χαμηλή – λεπτή βάση και συνήθως δύο λαβές). Ο Άρπαλος, προέτρεψε τον σεσημασμένο για τη φιλαργυρία του ρήτορα να την πάρει στα χέρια του για να την περιεργασθεί, οπότε ο Δημοσθένης εντυπωσιασμένος από το βάρος του χρυσού σκεύους ρώτησε πόσο κοστίζει. «Σ’ εσένα θα αποφέρει 20 τάλαντα» απήντησε ο Άρπαλος και το ίδιο βράδυ έστειλε την κύλικα και τα χρήματα στο σπίτι του λαμπρού Αθηναίου πολιτικού, ο οποίος ξέχασε τα επιχειρήματά του ότι ο Άρπαλος έπρεπε να απελαθεί, για να μην εμπλακεί η Αθήνα σε αδικαιολόγητο πόλεμο.
    Έτσι, την επομένη μέρα κατά την προγραμματισμένη συζήτηση στην Εκκλησία των Αθηναίων για το αίτημα του Αρπάλου, ο Δημοσθένης εμφανίσθηκε με το λαιμό του τυλιγμένο στα μάλλινα. Όταν ήλθε η ώρα να μιλήσει, προκειμένου να υποστηρίξει την πρόταση για απέλαση του Αρπάλου, έδειξε στους Αθηναίους τον φασκιωμένο λαιμό του και προφασίσθηκε ότι δεν μπορούσε να μιλήσει. Επειδή ο χαρακτήρας του ήταν γνωστός σε όλους, ουδείς πίστεψε ότι είχε κρυολογήσει, αντίθετα άρχισαν να τον χλευάζουν και να τον ειρωνεύονται ότι δεν είχε πάθει συνάγχη αλλά ἀργυράγχη. Τότε ο Δημοσθένης εθίγη και θέλησε να υπερασπιστεί την τιμή του, αλλά οι συμπολίτες του εξαγριωμένοι από την ανυπόφορη αθλιότητά του θορυβούσαν και δεν του επέτρεψαν να μιλήσει.
    Τελικά οι Αθηναίοι αποφάσισαν την απέλαση του Αρπάλου και την διεξαγωγή ενδελεχούς έρευνας, ακόμη και στα σπίτια των ρητόρων, που είχαν πρόσβαση στα κλοπιμαία του βασιλικού καταχραστή. Είναι βέβαιο ότι ο Άρπαλος επέλεξε το Δημοσθένη λόγω της παλιάς του έχθρας με τον Αλέξανδρο. Επίσης μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι ο Δημοσθένης δεν τον ανέλαβε για να προστατέψει τον «κατατρεγμένο» Άρπαλο από τον «κακό» Αλέξανδρο, αλλά για να εισπράξει την γενναία αμοιβή.
    Ο Δημοσθένης καταδικάστηκε από το δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε πρόστιμο 50 ταλάντων και φυλάκιση για αποδοχή προϊόντος εγκλήματος, αλλά δραπέτευσε. Ακόμη κι αν το Βασίλειο της Μακεδονίας δεν ήταν η κοσμοκράτειρα δύναμη, τα αδικήματα ήταν σοβαρότατα, αποκλειστικώς ποινικά και δεν υπήρχε περίπτωση να δοθεί άσυλο στον Άρπαλο, διότι η Αθηναϊκή Δημοκρατία ασφαλώς δεν ήθελε να αποκτήσει τη φήμη καταφυγίου εγκληματιών.
    Ο Άρπαλος τελικά πρόλαβε να επιστρέψει στο Ταίναρο, πήρε τους μισθοφόρους και απέπλευσε για την Κρήτη, όπου τον δολοφόνησε ο Θίβρων ένας εκ των φίλων του.
Ο δειλός θεωρεί τον εαυτό του προσεκτικό, ο φιλάργυρος προνοητικό
(Σενέκας_Ρωμαίος πολιτικός – ρήτορας – φιλόσοφος)
Βιβλιογραφία
Πλουτάρχου – Αλέξανδρος 35.15, 39.7-9
Πλουτάρχου – Δημοσθένης 23-26
Διόδωρος – ΙΖ.108.4-κ.ε
Παυσανία – Περιγραφή της Ελλάδας 2,33