ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2015

Ποιους και γιατί θέλω να μαυρίσω στις εκλογές



Θάνος Ντόκος
    Ανήκω στη μάλλον ευμεγέθη μερίδα πολιτών που θεωρούσε τις πρόωρες εκλογές του Ιανουαρίου 2015 ως μια αχρείαστη περιπέτεια για τη χώρα. Όχι επειδή η παρούσα κυβέρνηση κάνει καταπληκτική δουλειά και αποτελεί μονόδρομο η παραμονή της στην εξουσία (αν και ομολογουμένως η χώρα έδειχνε ότι άρχιζε να βγαίνει (αργά-αργά, με πολλές δυσκολίες, στραβοπατήματα και σημαντικό ανθρώπινο κόστος) από την κρίση. Ούτε επειδή υποχρεωτικά ο ΣΥΡΙΖΑ θα καταστρέψει την Ελλάδα. Έχω ελάχιστες αμφιβολίες ότι το μετριοπαθές κομμάτι του έχει συνειδητοποιήσει ότι ο κίνδυνος «ατυχήματος» στη σχέση της Ελλάδας με την Ευρωζώνη δεν είναι αμελητέος, ότι θα «ωριμάσει» πολιτικά αναλαμβάνοντας την εξουσία, θα απομονώσει τους ακραίους και θα κάνει τις σωστές επιλογές για τη χώρα. Λόγω όμως της υψηλής ανομοιογένειάς του ως πολιτικού σχηματισμού, θα φθάσει στις σωστές επιλογές αφού -όπως είχε πει και ο Τσώρτσιλ για τις ΗΠΑ- εξαντλήσει κάθε άλλη εναλλακτική λύση. Και δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι η χώρα μπορεί, υπό τους σημερινούς χρονικούς και οικονομικούς περιορισμούς, να αντέξει μια τέτοια διαδικασία. 
    Ας επιστρέψω, όμως, στον τίτλο του κειμένου: ποιους θέλω να μαυρίσω στις επερχόμενες εκλογές και γιατί. Ομολογώ ότι ο κατάλογός μου είναι σχετικά μακρύς. Θα ξεκινήσω με τα κόμματα που συμμετέχουν στη σημερινή κυβέρνηση και που φέρουν το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για τη σημερινή μας κατάντια. Γιατί αφού έκαναν σημαντικότατα λάθη τα τελευταία τριάντα+ χρόνια, όταν έφθασε η δύσκολη στιγμή ουσιαστικά σήκωσαν τα χέρια ψηλά, αδυνατώντας να επεξεργαστούν ένα εθνικό σχέδιο εξόδου από την κρίση: ένα σχέδιο βασισμένο στις ελληνικές δυνατότητες, αδυναμίες και ιδιαιτερότητες. Γιατί σπατάλησαν τα απομεινάρια της ελληνικής αξιοπιστίας προσπαθώντας να αποφύγουν την υλοποίηση των συμφωνηθέντων και κατέληξαν να διαπραγματεύονται με μεσαίου επιπέδου εκπροσώπους των δανειστών μας, και όχι με τους πολιτικούς ομολόγους τους. Και που συγχρωτίστηκαν επικίνδυνα με ακροδεξιά στοιχεία ή με τη λεγόμενη «λαϊκή δεξιά» (που αν κρίνω από τους προβεβλημένους εκπροσώπους της δεν έχει τα προσόντα να διαχειριστεί ούτε πάγκο σε λαϊκή αγορά). Οφείλει βεβαίως κανείς να αναγνωρίσει τον σκληρό προσωπικό αγώνα του πρωθυπουργού από μια χρονική στιγμή και μετά.
    Θα ήθελα να μαυρίσω, όμως, και τη σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση, όχι τόσο λόγω της ανησυχητικής πολυφωνίας/κακοφωνίας, της έλλειψης εμπειρίας της πλειοψηφίας των στελεχών της για την πραγματική ζωή εντός και εκτός της χώρας, ή γιατί έχοντας απορροφήσει το λιγότερο ελκυστικό τμήμα του ΠΑΣΟΚ θέλει να μας επιστρέψει στον κρατικιστικό παράδεισο περασμένων εποχών. Αλλά κυρίως επειδή με την τυφλή αντιμνημονιακή ρητορική της οδήγησε πολλούς Ελληνες -που δεν χρειάζονταν άλλωστε και πολλή ενθάρρυνση- να πιστέψουν ότι οι μεταρρυθμίσεις, στην πλειοψηφία τους απαραίτητες για να ξαναφτιαχτεί η Ελλάδα σε υγιείς βάσεις, ήταν ένα καπρίτσιο της Μέρκελ και της τρόικας και ότι συνεπώς αποτελεί υποχρέωση των υπόδουλων Ελλήνων να αντισταθούν με κάθε τρόπο στις δυνάμεις κατοχής.
    Είμαι, όμως, θυμωμένος και με τα διάφορα μικρά κεντρώα και κεντροδεξιά νεόκοπα κόμματα που δεν κατάφεραν να συνεννοηθούν, να εισέλθουν έτσι στη Βουλή και να προσπαθήσουν να παίξουν έναν δυνητικά χρήσιμο ρόλο. Δεν νομίζω ότι αξίζει να σπαταλήσω πολλά χτυπήματα των πλήκτρων του υπολογιστή για ψεκασμένους ή για συμμορίες Νεάντερταλ (ασφαλώς, και ευτυχώς, οι ψηφοφόροι τους δεν ανήκουν υποχρεωτικά σε αυτή την κατηγορία) που με κάποιο τρόπο ξέφυγαν από τη μοίρα των ομοίων τους στο πλαίσιο της εξελικτικής πορείας της ανθρώπινης φυλής. Ούτε και για το μικρό κόμμα της Αριστεράς που αρκετοί εμπιστεύτηκαν στο παρελθόν, ιδιαίτερα σε ευρωπαϊκές εκλογές, και το οποίο απογοήτευσε οικτρά.
    Αλλά είμαι εξοργισμένος και με άλλους, τους οποίους δυστυχώς δεν θα μπορέσω να μαυρίσω στις κάλπες.  Κατ’ αρχήν με τους Ευρωπαίους εταίρους μας, όχι γιατί ορθώς επέμειναν  στις μεταρρυθμίσεις ως προϋπόθεση για την αλληλεγγύη τους, ούτε γιατί διαχειρίστηκαν ως μαθητευόμενοι μάγοι την -εξαιρετικά δύσκολη άλλωστε- ελληνική και ευρωπαϊκή κρίση, αλλά γιατί ξέχασαν πολύ εύκολα τα διδάγματα της ευρωπαϊκής ιστορίας του 20ου αιώνα όσον αφορά στη διαχείριση οικονομικών κρίσεων, τόσο όσον αφορά στη διαγραφή χρέους (όπου σε στρατηγικό επίπεδο έχει δίκιο ο ΣΥΡΙΖΑ, αν και κατανοεί κανείς τους τακτικούς ελιγμούς της κυβέρνησης), όσο και στην αναλογία ανάπτυξης/λιτότητας. Και γιατί δεν κατανόησαν ότι μια ανθρωπιστική κρίση, στις πραγματικές της διαστάσεις και χωρίς αχρείαστες υπερβολές, δεν νοείται σε χώρα-μέλος της ΕΕ. Και ότι όποιος σπέρνει ανέμους, παίζοντας με τη σωματική και ψυχική υγεία σημαντικού τμήματος του πληθυσμού μιας χώρας, υπονομεύοντας έστω και αθέλητα τη δημογραφική κατάσταση και την πολιτική σταθερότητα, και δίδοντας την ευκαιρία σε δημαγωγούς και ακραία στοιχεία να αποκτήσουν ισχυρή παρουσία με βαθιές ρίζες σε σημαντικά τμήματα του πληθυσμού, και ιδιαίτερα τη νεολαία, είναι σχεδόν βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα θερίσει θύελλες ριζοσπαστικοποίησης.
    Και είμαι έξαλλος με τον πνευματικό κόσμο και τις κάθε μορφής (ο Θεός να τις κάνει) ελίτ της χώρας, που στη δυσκολότερη ίσως στιγμή της μεταπολεμικής μας ιστορίας αποδείχθηκαν κατώτερες των περιστάσεων.  Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς: την ατελείωτη συνωμοσιολογία, την σκόπιμη παραπληροφόρηση (π.χ. περί πακτωλού κινεζικών/ρωσικών χρημάτων τα οποία μας προσφέρθηκαν σχεδόν χωρίς όρους αλλά εμείς τα αρνηθήκαμε), τη βιασύνη κάποιων να βγάλουν την Ελλάδα από την ΕΕ και να την μετατρέψουν σε Αλβανία του Εμβέρ Χότζα σε έκδοση του 21ου αιώνα, τις υστερικές κραυγές περί παραχώρησης ή υφαρπαγής της εθνικής μας κυριαρχίας και ανεξαρτησίας, για την οποία φυσικά δεν φέρουμε καμία ευθύνη και την οποία μεθοδεύουν εκείνοι που όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες, αυτοί γνωρίζετε τι έκαναν.
    Και βέβαια είμαι πολύ θυμωμένος με όλους εμάς, που επιλέξαμε ως εκπροσώπους μας στη Βουλή και ως στελέχη διαδοχικών κυβερνήσεων ανθρώπους που δεν είχαν κολλήσει ούτε ένα ένσημο στη ζωή τους και που δεν θα τους αναθέταμε ούτε τη νυχτερινή βάρδια περιπτέρου αν είμασταν οι ιδιοκτήτες. Και που βολευτήκαμε με μια (πλαστή, όπως αποδείχτηκε) ευμάρεια, παρά τις προειδοποιήσεις ανθρώπων, όπως ο Στέφανος Μάνος, ο Αλέκος Παπαδόπουλος και ο Τάσος Γιαννίτσης, και όταν φάνηκε ότι ο βασιλιάς ήταν γυμνός δεν κάναμε την απαραίτητη αυτοκριτική αλλά αναζητήσαμε τις ευθύνες αλλού: στο ΔΝΤ, τις τράπεζες, τον Σόιμπλε, τους Εβραίους ή τους Νεφιλίμ.
    Αλλά, θα με ρωτήσετε: μαυρίζοντας όλους αυτούς, ποια επιλογή μένει: ασφαλώς όχι το λευκό ή το άκυρο. Αυτό θα αποτελούσε στρουθοκαμηλισμό και συνειδητή αποφυγή της ευθύνης. Ομολογώ ότι οι επιλογές σήμερα είναι εξαιρετικά περιορισμένες και όχι απολύτως ικανοποιητικές. Θα μπορούσε κανείς να δώσει μια ευκαιρία σε μη-επαγγελματίες πολιτικούς, επιτυχημένους στον τομέα τους, και χωρίς μερίδιο πολιτικής ευθύνης για τα δεινά της χώρας. Εστω και αν το ιδεολογικό τους στίγμα είναι ασαφές και το πολιτικό πρόγραμμα κάπως γενικό και αόριστο και σε ορισμένα σημεία δύσκολα υλοποιήσιμο. Η ελπίδα είναι ότι, παρά την πολιτική απειρία τους, θα μπορούσαν να αποτελέσουν έναν παράγοντα σταθερότητας και, γιατί όχι, να παίξουν τον ρόλο καταλύτη για την κάθαρση και μετεξέλιξη του πολιτικού συστήματος, πείθοντας περισσότερους ικανούς και «κανονικούς» ανθρώπους (π.χ. τύπου Μπουτάρη και Καμίνη) να συμμετάσχουν στα κοινά. Φυσικά οι δυσκολίες θα είναι πολλές και δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι θα  καταφέρουν να συμβάλλουν στη δημιουργία ενός μεγάλου κεντρώου πολιτικού σχηματισμού που τόσο λείπει από τη χώρα.
    Αλλά για να μην είμαι ισοπεδωτικός και ενδεχομένως άδικος, και στα διάφορα κόμματα που σε κανονικές συνθήκες θα έπρεπε κανείς να «τιμωρήσει» στις εκλογές, υπάρχουν άτομα που ξεχωρίζουν λόγω ήθους ή/και ικανοτήτων. Αναφέρω ενδεικτικά, και χωρίς πρόθεση να αδικήσω αρκετούς άλλους, τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τον Γιώργο Κουμουτσάκο στη ΝΔ, τον Γιάννη Μανιάτη στο ΠΑΣΟΚ, τον Γιάννη Δραγασάκη και τον Δημήτρη Χριστόπουλο [παρά το faux pas για τη μουσουλμανική μειονότητα] στον ΣΥΡΙΖΑ. Ανεξαρτήτως κομματικών επιλογών, ας στείλουμε τουλάχιστον στην επόμενη Βουλή, που ελπίζω ότι θα είναι η τελευταία με 300 βουλευτές αφού έχουν πλέον ωριμάσει οι συνθήκες για μείωση στους 200, τους καλύτερους υποψηφίους. Και ας ευχηθούμε ότι ο Θεός της Ελλάδας, στον οποίο τόσο βολικά εναποθέτουμε συχνά-πυκνά τις ελπίδες μας, δεν μας έχει ακόμη βαρεθεί [με την ευκαιρία: να παρακαλέσω για λιγότερη φαγωμάρα και περισσότερη συναίνεση, ή ακόμη και ο Μεγαλοδύναμος έχει τα όρια του;] και ότι θα φωτίσει τους Πατέρες και Μητέρες του Εθνους να κάνουν τις σωστές για τη χώρα επιλογές, υπερβαίνοντας αν χρειαστεί κομματικές και προσωπικές αγκυλώσεις. Και στην προσπάθεια της νέας κυβέρνησης, όποια και αν είναι αυτή, οφείλουν βεβαίως να συνδράμουν όλες οι τεχνοκρατικές δυνάμεις και οι ικανοί δημόσιοι λειτουργοί του τόπου. Και θα το πράξουν όχι μόνο λόγω επαγγελματισμού, αίσθησης καθήκοντος και καλώς εννοούμενου πατριωτισμού, αλλά και επειδή ταυτίζονται με το αισώπειο «Συν Αθηνά και χείρα κίνει». 
Ο Θάνος Ντόκος είναι Διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων & Στρατηγικων Μελετών του Πανεπιστημίου Cambridge