ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2014

Μια αλλιώτικη πτώση σημαίας.



γραφει ο αρισταρχος
    Το ταξίμετρο καθώς τικ-τακ δουλεύει θυμίζει στον πελάτη πως ο χρόνος είναι χρήμα αληθινό και όχι φιλοσοφικό
    Το παλιό πράσινο λεωφορείο σταμάτησε μαλακά στη στάση. Ένα μεγάλο ρολόϊ πάνω από τον οδηγό έδειχνε πέντε και τριάντα ακριβώς. Η πόρτα άνοιξε με θόρυβο ύστερα από μια μικρή περιπέτεια βγάζοντας ένα ανατριχιαστικό ήχο όπως ξύνονταν μέταλλο με μέταλλο. Ένας άντρας και μια γυναίκα κατέβηκαν, τα ίδια άτομα όπως και κάθε μέρα. Εγώ και το άλλο μου μισό, η όμορφη Ελένη. Φιληθήκαμε και χωρίσαμε. Ύστερα έμεινα μόνος να κοιτώ στην απέναντι μεριά της Λεωφόρου Στρατού το μικρό ταξί που ήταν σταματημένο.   Ένα σκούρο μπλε  OPEL Kadett. Το Καντετάκι, όπως το λέγαμε, το ταξί του πατέρα μου! Δίπλα του όρθιος, ψηλός, γεμάτος, στητός, ο πατέρας μου με τα κλειδιά στο χέρι.
    Αυτό γινόταν σχεδόν κάθε μέρα τα τελευταία δύο χρόνια. Νεαρός εγώ, δούλευα σε μια βαριά βιομηχανία οχτώ ώρες και μετά το σχόλασμα έτρεχα με το ταξί για το δεύτερο μεροκάματο. Τις περισσότερες φορές ούτε καν που ανέβαινα στο σπίτι.  Τις περισσότερες φορές ούτε καν συμπλήρωνα τέσσερις ώρες ύπνο. Όταν όμως είσαι είκοσι τόσο χρονών όλα τα μπορείς! Κάθισα στη θέση του οδηγού και βάλθηκα να μετρώ τα κέρματα που υπήρχαν μέσα σε ένα μεταλλικό κουτί κατάλοιπο κάποιας κρέμας. Ήταν το ταμείο, βολεμένο πάνω σε ένα χρωματιστό από διαφήμιση ουίσκι πετσετάκι στην κονσόλα, δίπλα από τον λεβιέ των ταχυτήτων. Καθαρό, όπως πάντα το ταξί, και έτοιμο να δεχτεί πελάτες.
    Άνοιξα το ραδιόφωνο σε ένα σταθμό με λαϊκά τραγούδια και η ένταση έπεσε στο μόλις ακουστό σαν νάρχονταν ο ήχος βαθιά από… πηγάδι!. Σήκωσα το κεφάλι και κοίταξα μπροστά μου την λεωφόρο μέχρι εκεί που έπιανε το μάτι μου στο τέλος του Τρίτου Σώματος Στρατού τον Άγιο Κωνσταντίνο, εκεί που ξεκινούσε η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης. Ήταν αρχές του Οκτώβρη του 1974 και στο γλυκό απογευματινό καθώς ο ήλιος βυθιζόταν όλο και πιο πολύ στην χάση του έστελνε το κόκκινο να λούσει με αίμα όλη την περιοχή.  Ήταν ένα από εκείνα τα πανέμορφα Σαλονικιώτικα Φθινοπωρινά δειλινά που έκαναν τον Τσιτσάνη να παραμιλάει.
    Η πόρτα του συνοδηγού απότομα άνοιξε και ακούστηκε μια ήρεμη φωνή “Είστε ελεύθερος;” Και η προσποιητή δήθεν αδιάφορη μαγκιά της νιότης, του ταξιτζή “Τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια! Περάστε πάτερ…”.
    Μικρό το ταξί ευτραφής ο πατέρας, ήταν και η υψομετρική διαφορά με το πεζοδρόμιο σωριάστηκε στο κάθισμα ταρακουνώντας το μικρό μαγαζάκι των τεσσάρων τροχών. Τον κοίταξα κατάματα περιμένοντας  τον προορισμό. Χοντρούλης κοντά στα τριάντα με γελαστά στρόγγυλα μάτια και κατσαρή πλούσια γενειάδα. Έβγαλε το καλυμμαύχι αφήνοντας να φανεί μια κόκκινη γραμμή στο μέτωπο.
    -Πρωτίστως θα πάμε Τσιμισκή και εγώ θα σας πω στην συνέχεια. Θα σας απασχολήσω αρκετά.
    “Έριξα” την σημαία με το δεξί κι ύστερα γύρισα το ταξίμετρο στην πρώτη ταρίφα της πρώτης κούρσας για κείνη την μέρα. Τικ-τακ ξεκίνησε το ρολόι να χτυπάει δυνατά για να θυμίζει στον πελάτη πως ο χρόνος ήταν πραγματικό και όχι φιλοσοφικό χρήμα. Ήταν Πέμπτη και η κίνηση δεν ήταν μεγάλη, πράγμα που με διευκόλυνε στο σταμάτα, περίμενε, ξεκίνα. Έμπαινε στα μαγαζιά φουριόζος, με τα μαύρα του ράσα ν’ ανεμίζουν εντυπωσιακά, και σε λίγο έβγαινε φορτωμένος με διάφορα κουτιά και νάιλον σακούλες που τα τοποθετούσαμε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Κάποτε και μετά από ένα τεράστιο ζικ-ζακ Τσιμισκή, Βενιζέλου, Εγνατία και τους γύρω παραδρόμους το πίσω κάθισμα γέμισε φαγώσιμα και ρούχα. Τα κοίταξε ικανοποιημένος και τρίβοντας τα χέρια του μου είπε.
    -Ωραία, μαζέψαμε αρκετά. Μπορούμε να φύγουμε. Τώρα θα πάμε από την πάνω μεριά της έκθεσης και θα μπούμε μέσα.
    Έκανε μια μικρή παύση και ύστερα συνέχισε.
    -Ο δρόμος μου για το Πανεπιστήμιο περνάει μπροστά από το Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ. Μου έκανε εντύπωση κάθε μέρα που τόσο πολύς κόσμος πλάγιαζε κάτω από τα δέντρα απέναντι από το νοσοκομείο  με κουβέρτες και πρόχειρα καταλύματα. Γέροι, γυναίκες, και παιδιά κυρίως. Όλοι από μέρη εκτός Θεσσαλονίκης χωρίς συγγενείς να τους φιλοξενήσουν χωρίς λεφτά για ένα κρεβάτι ξενοδοχείου. Όλοι με άρρωστο συγγενή μέσα στο νοσοκομείο. Τα μάτια του περιπτερά ήταν κατακόκκινα όταν μου τάλεγε και τα δικά μου άνοιξαν όπως οι βρύσες. Πληγώθηκα. Δεν είναι εύκολο να βλέπεις αυτόν τον κόσμο να σέρνεται όπως τα ζώα πάνω στα χώματα και συ να κάνεις τον αδιάφορο. Κάτι έπρεπε να κάνω, αλλά τι; Τότε, θαρρείς και άναψε μέσα στο κρανίο μου λαμπτήρας. Μου ήρθε λοιπόν μια περίφημη ιδέα. Ξέρεις, για όσο καιρό λειτουργεί η Έκθεση Θεσσαλονίκης υπάρχει μια διμοιρία από αστυνομικούς που την φυλάνε. Κοιμούνται και τρώνε μέσα στον χώρο της έκθεσης σε ένα κτίριο στην ανατολική άκρη δίπλα από τον Άγιο Κωνσταντίνο που είναι στο Τρίτο Σώμα Στρατού. Όταν η  έκθεση τελειώνει αυτοί φεύγουν και τα καταλύματα αδειάζουν. Έτσι, σκέφτηκα, πως θα μπορούσαν να φιλοξενήσουν αυτούς τους δύσμοιρους ανθρώπους.
    Σταμάτησε για μια στιγμή να μιλάει στην είσοδο της έκθεσης και κοίταζε περίεργα το τεράστιο μεταλλικό γλυπτό.
    -Βρίσκεται εκεί από το 1966, είπα προλαβαίνοντας την ερώτηση. Δημιούργημα του Ζογγολόπουλου και αναπαριστά  την Νίκη της Σαμοθράκης. Ντάξει… στο περίπου…
    Χωρίς να γυρίσει το κεφάλι ψιθύρισε “Καταπληκτικό!” Περάσαμε την είσοδο και πήραμε το δρόμο για την άλλη άκρη της έκθεσης.

    -Βρήκα που λες τις άκρες που χρειαζόμουν και αυτοί “με” συμπόνεσαν και μου το παραχώρησαν για όσο θα έμενε ακατοίκητο. Δηλαδή για 11 μήνες τον χρόνο! Αλλά μέχρι εκεί, τα υπόλοιπα τα ξέρεις. Δηλαδή τα μαντεύεις. Έχω περίπου δέκα πέντε άτομα να φροντίσω και ανάμεσα σ’ αυτά και έναν πιτσιρικά δέκα χρονών από την Κύπρο με τον πατέρα του και την μάνα του. Του κατέστρεψαν οι Τούρκοι στην εισβολή με κλωτσιές και τα δυό του  νεφρά και ήρθε εδώ στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ για μεταμόσχευση-δώρο από τον πατέρα του. Αυτό έγινε πριν τρεις περίπου μήνες. Τώρα ήρθαν για έλεγχο αλλά δεν έχουν λεφτά και… αυτά. Τους βρήκα και μια σομπίτσα και ας είναι καλά ένας Χριστιανός από το βενζινάδικο παρακάτω φέρνει από κανένα μπετονάκι πετρέλαιο… τα βολεύουμε, τα βολεύουμε. Δόξα τον Πανάγαθο!
    Το αυτοκίνητο σταμάτησε στην είσοδο. Με το που έσβησα την μηχανή η πόρτα από το οίκημα άνοιξε και πετάχτηκαν έξω ένα τσούρμο, κυρίως γυναίκες και παιδιά. Φώναζαν χαρούμενα και φιλούσαν τα χέρια του παπά κι εκείνος τους ευλογούσε και τους έκλεινε στην απέραντη και γεμάτη αγάπη αγκαλιά του. Πως μπορούσα να μείνω απαθής σ’ αυτή τη πανέμορφη σκηνή. Εκεί ήταν παρόντες όλοι, μαζί και ο Θεός. Ένιωσα τα μάτια μου υγρά. Πόσο μικρός ήμουν εκείνη τη στιγμή Θεέ μου. Πόσο μεγάλος, θεόρατος φάνταζε ο ιερωμένος. Γύρισε προς το μέρος μου. Το πρόσωπό του έλαμπε θαρρείς και λουζόταν από κάποιο φωτοστέφανο ή κάτι τέτοιο.
    -Έλα φίλε ταξιτζή να σου γνωρίσω τον μικρό μας Κύπριο φίλο. Από δώ ο Δημητράκης ο ήρωας, είπε με πλατύ καλόκαρδο γέλιο. Κι από δω ο καλός μας ταξιτζής που μας βοήθησε.
    Άδειασε το αυτοκίνητο από τις σακούλες και τα κουτιά  και γέμισε η δική μου ψυχή ζεστή αγάπη. Τα δάκρυα ζητούσαν διέξοδο στα μάγουλα κι εγώ ντρεπόμουν πως θάκλαιγα μπροστά τους. Έσκυψα αυθόρμητα και άρπαξα το χέρι του. Το φίλησα και το κόλλησα στο μέτωπό μου καθώς ένιωθα να τρέχουν μέσα μου όλα τα γνωστά πανέμορφα συναισθήματα, αυτά που νιώθει κάποιος μικρός όταν χάνεται μέσα στην ζεστή αγκαλιά της μάνας. Πριν προλάβει ο πατέρας να μιλήσει είπα ταπεινά. “Δέξου κι από μένα αυτό το αγώγι που θα είναι για σήμερα το πρώτο και το τελευταίο, και για πάντα το πιο σπουδαίο.” Έβαλε το άλλο του χέρι πάνω στο κεφάλι μου και αφού έκανε το σχήμα του σταυρού είπε σιγά.
    -Ευχαριστώ. Πήγαινε στην ευχή της Παναγίας.
    Μπήκα στο ταξί μεθυσμένος από ένα παράξενο γλυκό συναίσθημα. Το ταξίμετρο έγραφε αστρονομικά ποσά κι εγώ γελούσα δυνατά χωρίς να ξέρω ακριβώς γιατί. Το γύρισα στην διπλή ταρίφα. Τώρα, το τικ-τακ του ταξιμέτρου και της καρδιάς μου, έτρεχαν μαζί συντονισμένα με χίλια αδιαφορώντας για τον χρόνο και το χρήμα. Τώρα, ήταν ώρα αγάπης, ώρα αποκάλυψης της Θείας έμπνευσης του “αγαπάτε αλλήλους.”
    Το ταξί σταμάτησε μπροστά στο σπίτι της Ελένης μου με το ταξίμετρο σε μηδενική ταρίφα και την  σημαία “ΕΛΕΥΘΕΡΟ” πεσμένη. Η βάρδια ξεκίνησε και τέλειωσε με ένα δρομολόγιο πιο πλούσιο από κάθε άλλο.
ΥΓ. Αληθινή ιστορία που ήθελα να γράψω από καιρό αλλά με πρόλαβε σε μια περίπου αντίστοιχη ένας Αμερικανός ταξιτζής όπως περιγράφεται στην “Τελευταία διαδρομή”